Κριτικες

Ο Νίκος Ζαρταμόπουλος γράφει για το Εαρινό Εξάμηνο  στο Books’ Journal (Ιούλιος 2012):         Μεταξύ ουτοπίας και κενού

Το τόλμημα της ηλεκτρονικής αυτοέκδοσης δεν είναι το μόνο που ανέλαβε ο Γιώργος Στόγιας με το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Εαρινό εξάμηνο». Τόλμημα μπορεί να θεωρηθεί και το ότι προσφέρει εξ αρχής στον αναγνώστη στοιχεία όπως η πολυπρόσωπη «διανομή» του βιβλίου (που περιλαμβάνει ακόμη και τα ανώνυμα πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτό σαν σκιές), ή το ότι στον ιστότοπο της δημοσίευσης κερνάει τους επισκέπτες το σάουντρακ της υπόθεσης.  Σπάνια θα δει κανείς έναν συγγραφέα να προσφέρει με τέτοια «άγνοια κινδύνου» τους βασικούς κώδικες ανάγνωσής του βιβλίου του (στην περίπτωσή μας το θέατρο και τη ροκ μουσική, ή μάλλον την επιθυμία για ένα «ροκ θέατρο»), σπάνια ομολογείται έτσι έμπρακτα το πάθος για αλληλεπίδραση και διάλογο με τον αναγνώστη που κινεί τη συγγραφή. Η σολιψιστική αρχή ότι το «αληθινό βιβλίο» γράφεται καταρχήν για να μη διαβαστεί κατατρύχει από τον καιρό του Βαλερύ τον κόσμο της λογοτεχνίας πολύ περισσότερο απ’ όσο συνήθως ομολογείται, κι αυτό αντανακλάται στην αυτοσυγκράτηση που επιδεικνύουν οι συγγραφείς στις χειρονομίες προς τον αναγνώστη ακόμη κι όταν η ανάγκη τους για τέτοιες χειρονομίες είναι έκδηλη. Εδώ ο αναγνώστης προσκαλείται ανοιχτά, χωρίς προσποιητή αδιαφορία, να συμμετάσχει στο «πάρτι». Η ίδια η πλοκή τού επιβάλλεται όπως η μουσική από στέρεο που παίζει τέρμα: δεν μπορεί να αγνοηθεί, είτε αρέσει είτε ενοχλεί.

Όσον αφορά το περιεχόμενο, έχω την αίσθηση ότι ο Γιώργος Στόγιας έγραψε μια ιστορία ριζικής και ολοσχερούς αποξένωσης, μια ιστορία που (σκόπιμα ή μη) λειτουργεί αντιστικτικά τόσο προς το φόντο της επαρχιακής φοιτητούπολης του Ρεθύμνου (στοιχείο του δικού του προσωπικού φαντασιακού) όσο και προς τον ίδιο τον τίτλο της: «Εαρινό εξάμηνο», τεχνικός πανεπιστημιακός όρος, συνδεδεμένος με πρωταρχικές αναπαραστάσεις που παραπέμπουν σε μέρες νεανικής ξεγνοιασιάς, σε μετεφηβικές αγωνίες και ελπίδες και φυσικά στην «άνοιξη».

Ο προβολέας της αφήγησης πέφτει στην Ντίνα, δευτεροετή φοιτήτρια και μαθητευομένη -όχι πλέον των τακουνιών που θα ‘λεγε ο Σκαρίμπας, αλλά των «ταυτοτήτων»… Με αφετηρία την καταστατική αποξένωσή της (που ωστόσο δεν είναι απογαλακτισμός) από τον πατέρα της Αντώνη, παρακολουθούμε –όπως και όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος- τη φρενήρη πορεία της Ντίνας κατά τη διάρκεια του εξαμήνου. Φαινομενικά είναι μια πορεία από άντρα σε άντρα, από τον ένα κύκλο ενδιαφερόντων στον άλλο κι από ταυτότητα σε ταυτότητα. Κάποιος θα έλεγε ότι η ηρωίδα απλώς προβάρει στον καθρέφτη του δοκιμαστηρίου της φιλαρέσκειάς της τις διάφορες ταυτότητες, τα πάθη, τα γούστα, τις ιδέες, τις πιθανές και απίθανες στρατεύσεις. Δοκιμάζει, απορρίπτει και προχωρεί στα επόμενα. Προσωπικά διακρίνω ότι η πορεία της Ντίνας δεν είναι ακριβώς «πορεία», αλλά ένα είδος «φρενήρους ακινησίας», όπου η μοναδική κίνηση είναι το διαρκές «ταυτοτικό στριπτίζ». Η ηρωίδα, αν και φύση που δυσανασχετεί με το βάρος των εξωτερικών ταυτοτήτων και αρνείται να βολευτεί σε μια δάνεια «αντρική» ταυτότητα, δεν καταφέρνει από την άλλη -ούτε κατά μίμηση- να γίνει μια femme fatale, ή ένα «être en fuite» (ένα ον σε διαρκή φυγή) όπως ίσως ονειρεύεται. Στέκει ουσιαστικά ακίνητη στο επίκεντρο του μετεφηβικού της σύμπαντος και περιβεβλημένη –παραφορτωμένη μάλιστα- από πλήθος επάλληλων ταυτοτήτων που προβάλλονται επάνω της από τους άλλους (ή έτσι πιστεύει). Πριν προλάβει καλά-καλά να τις εγκολπωθεί, τις ξεφορτώνεται μία προς μία, ξεφλουδίζει τον εαυτό της σαν κρεμμύδι, με νευρικότητα και βία, αναζητώντας ίσως τον πυρήνα της.

Το τελευταίο περίβλημα που ξεφλουδίζει αποδεικνύεται σκληρότερο, είναι εκείνο που θα μπορούσε να εκληφθεί ως «πυρήνας» του εαυτού: η ουτοπία του θεάτρου, ενός ερασιτεχνικού και ταυτόχρονα υψηλής αισθητικής θεάτρου. Η Ντίνα φαίνεται προς στιγμήν να ανακαλύπτει κάτι σημαντικό εκεί: μήπως η έκφραση μέσα από έναν θεατρικό «ρόλο» απαντά έμμεσα στο πρόβλημα της ταυτότητας; Μήπως της εξασφαλίζει την ταύτιση με το «être en fuite»; Σε αυτό το περίβλημα η Ντίνα θα σταθεί λίγο παραπάνω και θα επενδύσει ελπίδες: ελπίδες αισθητικές, ελπίδες λιβιδικές (στο πρόσωπο του Ορέστη, σκηνοθέτη της σχεδιαζόμενης παράστασης) και, διόλου τυχαίο, τις τελευταίες της ελπίδες για συμφιλίωση με τον πατέρα της και για δικαίωση ενώπιόν του.

Όταν οι ελπίδες αυτές προσκρούσουν στο ψυχρό μέταλλο του Ορέστη, η τελευταία φλούδα έχει πέσει και στο εσωτερικό της δεν υπάρχει πυρήνας παρά μόνο κενό. Κενό που αποκαλύπτεται από τη συμβολική κορύφωση του χαμαιλεοντισμού της, όταν σε μια κρίση διεστραμμένης επιδειξιμανίας μετατρέπεται σε …λογογράφο ενός ακροδεξιού πολιτευτή. Η κατάρρευση της ηρωίδας είναι δεδομένη, ο φοιτητικός μικρόκοσμος διαλύεται, το Ρέθυμνο είναι πια ξένο, ακόμη πιο ξένο απ’ όσο ήταν στην αρχή, ή μάλλον η Ντίνα αποδεικνύεται (μέσα στον εγωκεντρισμό της) «ξένη από όλα». Ωστόσο εδώ κατά τη γνώμη μου αποκαλύπτεται η ακινησία την οποία διέγνωσα λίγο πριν: ακριβώς επειδή δεν υπήρχε προηγουμένως πραγματική κίνηση, η «πτώση» της ηρωίδας μπορεί να απορροφηθεί με σχετικά ήπιο τρόπο από τα ένστικτα επιβίωσης και μπορεί να γίνει μια νέα αφετηρία. Το εσωτερικό κενό της Ντίνας βέβαια καραδοκεί, και τίποτε δεν εγγυάται πως δεν θα κολλήσουν επάνω του νέα επάλληλα στρώματα ταυτοτήτων και δεν θα ξαναρχίσει ένας νέος κύκλος του ίδιου υπαρξιακού στριπτίζ.

Η ματιά του Στόγια πάνω στην ηρωίδα του εμπερικλείει ένα κομμάτι από το βλέμμα του Αντώνη –του έτερου, πλην όμως όχι ισοβαρούς, πόλου του μυθιστορήματος- προς την κόρη του. Ο Αντώνης δεν είναι αρχετυπικός πατέρας, όμως γνωρίζει πως αυτό είναι από μια άποψη και «τυπικό» στοιχείο της γενιάς του. Η επικοινωνία με την απομακρυσμένη από αυτόν θυγατέρα του είναι σχεδόν αδύνατη, καθώς η Ντίνα κρατά πεισματικά κρυμμένα κάποια κομμάτια από το παζλ της σχέσης τους, μιμούμενη το σαδιστικό παιχνίδι που άλλοτε έπαιζε εις βάρος του Αντώνη η νεκρή μητέρα της. Ο Αντώνης αμύνεται όπως μπορεί έχοντας την επίγνωση πως ανήκει σε έναν κόσμο που αποσυντίθεται (με την αναλυτική, αλλά και με την απαξιωτική σημασία της λέξης) και που έχει γεννήσει μορφώματα τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει (αρκετά σαφής και διαρκής στο μυθιστόρημα ο υπαινιγμός για τη σχέση της «γενιάς της Μεταπολίτευσης» με τη «γενιά του Δεκέμβρη» του 2008). Δεν έχει πιθανότητες να κερδίσει την Ντίνα, ωστόσο εξακολουθεί να κάνει σχέδια επαναπροσέγγισης, με δέλεαρ τον «σκληρό πυρήνα» του για τον οποίο ο ίδιος δεν αμφιβάλλει. Ο «σκληρός πυρήνας» του Αντώνη ωστόσο δεν εξαντλείται σε μια ιδεολογία, σε μια κοσμοαντίληψη ή έστω σε μια διάχυτη αίσθηση περί των πραγμάτων και της αξίας τους: συνορεύει επικίνδυνα με την οικονομική του επιφάνεια σαν μικροεπιχειρηματία. Παρά τις απειλές από την οικονομική κρίση, συμπεριφέρεται σαν άτρωτος. Η κρίση όμως είναι γενικευμένη, διαβρωτική και όχι μόνο οικονομική, ξέρει και ο ίδιος ότι αυτά που έχει να «δώσει» προκειμένου να «κρατήσει» την Ντίνα, τόσο από υλική όσο και από ηθική άποψη, εξαντλούνται γρήγορα.

Αν καταλαβαίνω λοιπόν σωστά, το «κενό» της Ντίνας είναι αφενός «αντικειμενικό» (το διαπιστώνουμε χάρη στα πολύ κοντινά πλάνα της αφήγησης, που θα ΄λεγε κανείς ότι είναι μέχρι νατουραλισμού «ποτισμένη» στον καπνό και το αλκοόλ των φοιτητικών δωματίων, στους ήχους και στα ακούσματα συναυλιών και πολιτικοποιημένων κύκλων), είναι όμως από την άλλη «υποκειμενικό», είναι η ματιά του πατρός Αντώνη πάνω στην κόρη του. Είναι μια υποψία που τον τρομοκρατεί, μια υποψία που διαπνέει τους εσωτερικούς του μονολόγους καθώς περιφέρεται στα κομμάτια της ζωής του στην Αθήνα. Κι αυτό γιατί μονάχα στη ματιά του Αντώνη βρίσκει κανείς κάποια κλειδιά για να αποκωδικοποιήσει και να νοηματοδοτήσει τη «φρενήρη ακινησία» της Ντίνας. Μήπως όμως αυτό σημαίνει ότι το μυθιστόρημα εγκλωβίζεται στη σχιζοφρενική ταλάντωση της σύγχρονης γονεϊκής οπτικής, ανάμεσα στην ενοχική αυτοκριτική από τη μια και στη φοβική και συντηρητική επίκριση της νέας γενιάς από την άλλη;

Αίσθησή μου είναι ο Στόγιας, για να ξεφύγει από αυτό το ανεπιθύμητο για τον ίδιο δίλημμα, προσφέρει –υπαινικτικά αλλά επίμονα- το κλειδί για μια άλλου είδους πιθανή αποκωδικοποίηση του «κενού» της Ντίνας, στήνοντας ένα μικρό θέατρο μέσα στο μυθιστόρημα (κατ’ αναλογίαν προς το «θέατρο μέσα στο θέατρο» που τόσο πολύ αγαπούσε να στήνει –και με επιτυχία- όταν τον γνώρισα στο Ρέθυμνο). Η επιλογή ενός από τα πιο «μαύρα» έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του αναγεννησιακού «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, σίγουρα υπακούει σε κάποιο προσωπικό «σκηνοθετικό απωθημένο» του, ίσως όμως εξυπηρετεί και την προσπάθεια αποκωδικοποίησης της Ντίνας, που από χαζούλα Φιλοτίς μετατρέπεται στο υπέρτατο αμαρτωλό θύμα Αναμπέλα. Ο Στόγιας εδώ μεταποιεί την πλούσια σκευή του από τις θεατρικές παραστάσεις που κάποτε σκηνοθετούσε στο Ρέθυμνο σε μια «παράσταση επί χάρτου» που λειτουργεί αποκαλυπτικά για το μυθοπλαστικό της περίβλημα. Υπάρχουν φορές που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο ίδιος ο Στόγιας παίρνει τη σκυτάλη από τον Ορέστη, τον σκηνοθέτη, με σκοπό να επισκεφθεί ξανά την προσωπική του θεατρική εμπειρία, να ψηλαφίσει τα τυφλά της σημεία, αλλά και για να επισκεφθεί τα τυφλά σημεία της ίδιας της ηρωίδας του. Έστω και ως παρολίγον Αναμπέλα, η Ντίνα μπορεί έτσι να αναδείξει την εσωτερική ανάφλεξη που καλύπτεται από τον επιφαινόμενο κυνισμό της. Η Ντίνα αντιμετωπίζει την Αναμπέλα με ζηλευτή ψυχραιμία και απόσταση από τον περιρρέοντα –στο θέατρο και στη ζωή- εξπρεσιονισμό, την μεταχειρίζεται σαν μαριονέτα. Μια νέα ύπαρξη, η Ντίνα-Αναμπέλα, δείχνει να γεννιέται, μια νέα αυτοσυνειδησία που τελικά ξεπερνά –τόσο στην πρόβα όσο και στη ζωή της ηρωίδας- το στεγνό ομοιότυπο του σκηνοθέτη Ορέστη. Στο πέρασμά της από τη σκηνή ενός επαρχιακού ερασιτεχνικού θιάσου το «νευρόσπαστο» Ντίνα θα διεκδικήσει για πρώτη φορά τη μεταρσίωση, για πρώτη φορά ο ροκ εκλεκτικισμός της και η συνακόλουθη περιφρόνησή της για όλους και για όλα θα δείξει ότι μπορεί να ισορροπήσει σε ένα αισθητικό σημείο. Τελικώς αποτυγχάνει -ή δεν μπορεί να αποδεχτεί την πιθανότητα επιτυχίας της- και η προαναγγελθείσα παράσταση ματαιώνεται…

Σκέφτομαι όμως ότι το τελικό ναυάγιο του θεατρικού εγχειρήματος ίσως απηχεί τη δυσκολία του συγγραφέα να αναγνωρίσει εντέλει και ο ίδιος ένα αυθεντικό νόημα στο εαρινό εξάμηνο της ηρωίδας του. Παράλληλα κάνω και μια άλλη σκέψη: μήπως αυτό το ναυάγιο απηχεί και μια πικρή παραδοχή με ευρύτερες αισθητικές και πολιτικές διαστάσεις; Γνωρίζοντας ότι η ουτοπία ενός ερασιτεχνικού θεάτρου χωρίς ηθογραφικές ευκολίες αλλά και «συμβατικές αντισυμβατικότητες» ήταν πάντοτε η μόνη ουτοπία στην οποία ευχαρίστως προσχωρούσε ο Στόγιας, μπαίνω στον πειρασμό να σκεφτώ ότι η ματαίωση της «φανταστικής του παράστασης» εκφράζει και μια επίγνωση ότι η «θεατρική ουτοπία», έτσι όπως την αντιλαμβάνεται, παραγκωνίζεται από την ηχηρή επανεμφάνιση της πολιτικής ουτοπίας και των κοινωνικών συγκρούσεων τα τελευταία χρόνια. Ίσως αυτός να είναι ένας τρόπος να δει κανείς την έντονα κριτική διάσταση της αφήγησης και τις συχνές αναφορές στο σημερινό κοινωνικό κλίμα που θα βρει κανείς στο «Εαρινό εξάμηνο». (01/07/12)

Ο Παναγιώτης Θανασάς στην εφημερίδα “Το Βήμα”:

Σε μια εκρηκτική κορύφωση της σπασμωδικότητας με την οποία αντιμετωπίζει τα προσωπικά της αδιέξοδα η Ντίνα περιφέρεται σε ερημική τοποθεσία και αποφασίζει να απαλλαγεί από τα περιττά φορτία: σπάζει το κινητό της, καταστρέφει την κάρτα SIM, σχίζει λίγα χαρτονομίσματα που της έχουν απομείνει, καθώς και την αστυνομική και φοιτητική της ταυτότητα. Τέλος, πετά ολόκληρο το πορτοφόλι της. Αμέσως, όμως, το μετανιώνει: «Μετά από δεκαπέντε – είκοσι μέτρα, το σκέφτηκε καλύτερα και γύρισε βιαστικά προς τα πίσω. Ανοιξε το πορτοφόλι και έβγαλε τη VISA. Ο,τι και να γινόταν, θα ήταν ολόκληρη ιστορία να την εκδώσει, ιδίως τώρα που ήταν χωρίς άλλα χαρτιά. Εδώ είπε να κάνει τη ζωή της πιο εύκολη, όχι να μπλέξει παραπάνω».

Η σκηνή αποτελεί μια από τις πιο καίριες αποτυπώσεις του χαρακτήρα της ηρωίδας – αλλά και δείγμα της αγαπητικής ειρωνείας με την οποία ο συγγραφέας την αντιμετωπίζει. Το κείμενο εκτυλίσσεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Κρήτης στο εαρινό εξάμηνο του 2009. Εχει προηγηθεί η «εξέγερση» του Δεκέμβρη. Φόντο του μυθιστορήματος αποτελεί ένας φοιτητόκοσμος στον οποίο αναγνωρίζουμε όλες τις αποχρώσεις της Αριστεράς, από τον μεταρρυθμιστικό ορθολογισμό ως τις φαιοκόκκινες εκδοχές των μπάχαλων.

Η Ντίνα κινείται σε αυτό το περιβάλλον, αλλά δεν μετέχει – στην πραγματικότητα δεν μετέχει πουθενά. Είναι απλώς εύστροφη, γρήγορη και αδίστακτη. Αναζητεί διαρκώς εντάσεις, τις οποίες όμως σπάνια συναντά, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να τις παράγει από μόνη της. Σχεδόν πάντα το καταφέρνει, εκμεταλλευόμενη τη βασική προϋπόθεση της ακραίας αποτελεσματικότητάς της: είναι εκρηκτικά όμορφη. Χωρίς αυτό το προσόν θα αποτελούσε ένα απλό ψώνιο, μια περιθωριακή και αδιάφορη προβληματική προσωπικότητα.

Δευτεραγωνιστής του έργου, ο πατέρας της, ο Αντώνης. Ιδιοκτήτης συνοικιακής πιτσαρίας και χήρος, έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση των υλικών επιθυμιών της κόρης του. Η Ντίνα τού παραχωρεί μόνο έναν ρόλο χορηγού – χωρίς αυτό να παραγράφει την ανάγκη της για πατρική αναγνώριση ούτε τα αισθήματα μίσους για την κακομεταχείριση που κατά καιρούς υφίστατο η νεκρή μητέρα της. Και εκείνος, έτοιμος πάντα να εξαπολύσει τις χειρότερες ύβρεις, αιωρείται ανάμεσα στον αφόρητο εκνευρισμό που του προκαλούν τα καμώματά της και σε ένα μείγμα τύψεων, πατρικών ενστίκτων και μικροαστικού καθωσπρεπισμού.

Με αυτή την έννοια το Εαρινό εξάμηνο είναι ένα καίρια πολιτικό μυθιστόρημα. Οχι επειδή επικεντρώνεται σε κινήσεις και διαμάχες πολιτικών συλλογικοτήτων, αλλά επειδή τις αποφεύγει. Ο Γιώργος Στόγιας τοιχογραφεί έτσι τη βαθιά πολιτική διαδικασία με την οποία η «γενιά της μεταπολίτευσης» δίνει τη θέση της στη «γενιά του Δεκέμβρη». Στην κληρονομιά της αριστερο-λαϊκής κενόλογης αρλούμπας η Ντίνα αντιτάσσει τη δική της ιδιοτελή αγανάκτηση: δεν ελπίζει, δεν πιστεύει, δεν πληρώνει. Δικαιούται έτσι μια εξέχουσα θέση στη μελλοντική πινακοθήκη αυτής της γενιάς.

Το Εαρινό εξάμηνο είναι ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα. Η δημοσίευσή του ξεκίνησε τμηματικά στο Διαδίκτυο τον Φεβρουάριο και ολοκληρώθηκε στις αρχές Ιουλίου. Δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Παρασκευή, ο Γιώργος Στόγιας ανέβαζε ένα κεφάλαιο. Ο συγγραφέας δεν ακκίζεται ούτε εμφανίζεται ως πρωτοπόρος μιας ηλεκτρονικής επανάστασης: «Δεν το έκανα επί τούτω. Καθώς το έγραφα, το φανταζόμουν σαν βιβλίο. Οταν τελείωσα, το έστειλα διαδοχικά σε τρεις μεγάλους εκδοτικούς οίκους και έναν μικρό. Ετσι πέρασαν έξι μήνες. Βαρέθηκα τη διαδικασία, έχω κι άλλες δουλειές». Βέβαια, η σταδιακή ηλεκτρονική δημοσίευση έδωσε την ευκαιρία στον moican να συμβάλει με την εξαιρετική εικονογράφηση και στον Αντώνη Τσαγκάρη να συνθέσει μουσικά κομμάτια που συνοδεύουν το κείμενο – το οποίο ούτως ή άλλως συνομιλεί αδιάκοπα με τη ροκ μουσική.

Το Εαρινό εξάμηνο έχει ήδη ολοκληρώσει την ηλεκτρονική διαδρομή του εξακολουθώντας να βρίσκει απήχηση και ανταπόκριση. Είναι αδιανόητο να μη βρει τελικά, μέσω του ελληνικού εκδοτικού χώρου, και μια δίοδο προς τα βιβλιοπωλεία. Εξάλλου και ο γράφων σε μορφή έντυπης εκτύπωσης το απόλαυσε.

Ο κ. Παναγιώτης Θανασάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

19/10/12    http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=471013

                 

Η Εύη Καρκίτη στον Αγγελιοφόρο της Κυριακής:

Η οδύνη της αναζήτησης

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλοι τού έλεγαν ότι πρέπει να το ξανασκεφτεί. Πράγματι, ο κίνδυνος να «αφανίσουν» οι φρενήρεις ρυθμοί του διαδικτύου το «Εαρινό Εξάμηνο», το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια, εκπαιδευτικού και θεατρικού σκηνοθέτη, που ζει και εργάζεται στην Κύπρο, δεν ήταν αμελητέος. «Η ιδέα που μου έλυσε τα χέρια ήταν η δημοσίευσή του σε συνέχειες», εξομολογείται ο συγγραφέας, καθώς του έδωσε τη δυνατότητα να θέσει νέους στόχους και να ξαναδεί κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά. Την ίδια στιγμή και χωρίς ίσως να είναι μέσα στις προθέσεις του δημιουργούσε μέσα απ’ αυτόν το διαφορετικό τρόπο χρήσης του βιβλίου και μία άλλου τύπου σχέση με τους αναγνώστες του, που χωρίς υπερβολή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προσωπική και οικεία. Ετσι, από το Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2012, οι φίλοι του «Εαρινού Εξαμήνου» είχαν τη δυνατότητα να βυθιστούν στις περιπέτειες της Ντίνας, μιας δευτεροετούς φοιτήτριας στο Ρέθυμνο, που μέσα σε λίγους μήνες επιχείρησε να κάνει την προσωπική της εξέγερση, εφευρίσκοντας ένα δικό της τρόπο για να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα, επιθυμώντας την ίδια στιγμή να ξεφύγει απ’ αυτήν.

Ο συγγραφέας θεώρησε σημαντικό να τονίσει ότι το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στη σκιά των γεγονότων του 2008 -το οποίο βρίσκεται πίσω από την αφήγησή του-, καθώς του δημιούργησε, όπως ο ίδιος παραδέχεται, μια πιεστικότερη απ’ ό,τι συνήθως ανάγκη να θίξει κάποια ζητήματα. Ωστόσο, από το να δώσει ένα πολιτικό μυθιστόρημα με τη στενή έννοια προχώρησε σε μια λύση με πολύ μεγαλύτερο μυθοπλαστικό ενδιαφέρον, ρίχνοντας τη ματιά του σ’ εκείνη την περίοδο που η κρίση ήταν ακόμη απλώς ένα ενδεχόμενο και οι ήρωες «ζούσαν σαν να μη συνέβαινε αυτό που στην ουσία έχει ήδη συμβεί».

Ο κόσμος τώρα

Η Ντίνα, η όμορφη και έξυπνη 19χρονη φοιτήτρια, που αποφασίζει να σπάσει ό,τι ορίζει το πραγματικό, είναι ο κεντρικός άξονας της αφήγησης: ο χρόνος και ο τόπος της. Μαζί της ο Στόγιας αναλαμβάνει ένα πραγματικό συγγραφικό ρίσκο, καθώς ολόκληρο το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ξεφύγει σε σκέψεις και συναισθήματα που προσωποποιούνται. Ο στόχος του όμως δεν είναι ούτε να ξελογιάσει ούτε να συγκινήσει. Παίρνοντας τις απαραίτητες αποστάσεις, επιτρέπει στην ηρωίδα του να γίνει όχημα, για να εξερευνήσουμε εκτός από τον κόσμο της και τον κόσμο που την περιβάλλει, τον οποίο η Ντίνα θέλει εδώ και τώρα, δίνοντας μια σειρά από ενδιαφέροντες δεύτερους χαρακτήρες, όπως είναι οι φίλοι, οι εραστές, ο καθηγητής στη σχολή που κερδίζει την προσοχή της και κυρίως ο χήρος πατέρας της με τον οποίο μοιράζεται μια περίπλοκη σχέση. Η παρουσία του πατέρα της, Αντώνη, που εμφανίζεται πότε γεμάτος τύψεις και πρόθυμος να φτιάξει τη σχέση με την κόρη του, η οποία βρίσκεται σε ξέφρενη πορεία, και πότε γεμάτος οργή για τη συμπεριφορά της, αποκτά ειδικό βάρος και μάλιστα με ενδιαφέρουσες πολιτικές νύξεις, καθώς σ’ αυτήν εμπλέκονται στοιχεία που διέπουν τη σχέση της «γενιάς της Μεταπολίτευσης» με εκείνη που μπορεί να προσδιοριστεί ως «γενιά του Δεκέμβρη».

Ο συγγραφέας, αξιοποιώντας τη θεατρική εμπειρία του, δε διστάζει να προωθήσει την πλοκή μέσα από το διάλογο. Η επιλογή αυτή χαρίζει ζωντάνια στο κείμενο επιτρέποντας στον αφηγητή να αποποιηθεί τον παντοδύναμο ρόλο του, ώστε οι αναγνώστες να έχουν μια σχεδόν αδιαμεσολάβητη επικοινωνία με τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Το χιούμορ του Στόγια, που κάνει αισθητή την παρουσία του από την πρώτη κιόλας σελίδα, έρχεται να εξισορροπήσει τη νευρικότητα και τη βία που απορρέουν τακτικά από τις επιλογές της πολύπλοκης ηρωίδας του. H ηλεκτρονική έκδοση σε συνέχειες υποστηρίχτηκε με την ευρηματική εικονογράφηση του Moican, τη δουλειά της σχεδιάστριας Αλεξίας Νησιφόρου και τη μουσική που έγραψε για κάθε κεφάλαιο ο Αντώνης Τσαγκάρης. Την επιμέλεια του κειμένου είχε η Κωνσταντίνα Τσιάγκα.

26/08/12 http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=81&artid=149491

Ο Γιάννης Καλογερόπουλος στο ΝΟ14 me.blogspot.gr:

Η Ντίνα είναι είκοσι χρονών, σπουδάζει παιδαγωγικά στο Ρέθυμνο και απολαμβάνει τη φοιτητική ζωή ή τουλάχιστον θα έπρεπε να την απολαμβάνει καθώς οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές. Όμως εκείνη δείχνει λίγο χαμένη, ακολουθεί το φύσημα του ανέμου και τις αποφάσεις της στιγμής. Το καθεστώς πλήρης ελευθερίας που βιώνει, μακριά από την πατρική σκιά, μάλλον τη μπλοκάρει παρά της επιτρέπει να ανοίξει τα φτερά της. Αποφεύγει τα μαθήματα, αν και συχνάζει αρκετά στη σχολή, αρχίζει το κάπνισμα ενώ εντείνει τις σχέσεις της με το αλκοόλ και το ξενύχτι.Η χειμερινή εξεταστική αποτελεί παρελθόν και τα μαθήματα του εαρινού εξαμήνου βρίσκονται σε εξέλιξη. Σε μια κρίση ανεξαρτησίας, που προκλήθηκε μετά από μια έντονη τηλεφωνική διαμάχη με τον πατέρα της, παίρνει την απόφαση να ψάξει για δουλειά, επιδιώκοντας να κόψει την οικονομική εξάρτηση με το σπίτι της και τις υποχρεώσεις που αυτή γεννά. Δε θέλει πια να δίνει κανένα λογαριασμό – εκτός από εκείνους που δε μπορεί να πληρώσει.Ο χήρος πατέρας της προσπαθεί να πάει με τα νερά της, η συμπεριφορά της όμως, ώρες ώρες, τον βγάζει εκτός εαυτού, τον αναγκάζει να υψώνει τον τόνο της φωνής του και να εκστομίζει κουβέντες βαριές. Νιώθει σα μηχανή παραγωγής χρήματος, του λείπει η αγάπη και η επαφή με την κόρη του.Μόλις δύο μήνες έχουν περάσει από την εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στο κέντρο της Αθήνας, οι διαδηλώσεις είναι καθημερινές, η αντιπληροφόρηση προσπαθεί να αντιταχθεί στην οργανωμένη μιντιακή προπαγάνδα. Δε λείπουν και οι δράσεις στην επαρχία, η “πολιτική” επανέρχεται στο προσκήνιο, το σοκ είναι τεράστιο. Η Ντίνα κάνει σπασμωδικές κινήσεις επαφής με διάφορους πολιτικούς χώρους, με συζητήσεις και νέες γνωριμίες μαθαίνει για τη δράση νεοφασιστικών οργανώσεων στο Ρέθυμνο, για την ύπαρξη ενός κέντρου υποστήριξης για μετανάστες, πουθενά όμως δε νιώθει οικεία.

Ούτε οι επιτυχίες στον αισθηματικό τομέα της αρκούν, γρήγορα βαριέται καθώς ο αρχικός ενθουσιασμός σβήνει λίγο μετά τη γέννησή του. Είναι ναζιάρα και δυναμική, γουστάρει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ερωτικής – και όχι μόνο – προσοχής, η αντίσταση την πεισμώνει. Μια Λολίτα ετών 20.

Βρίσκει καταφύγιο στο θέατρο, εμπνέεται από το όραμα του σκηνοθέτη. Επιτέλους μια παράσταση που θα ταράξει τα νερά, λίγο πραγματικό θέατρο, νισάφι πια με τους βολεμένους θεατρίνους.

Το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια έχει ξεκάθαρη πρωταγωνίστρια. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη Ντίνα, η οποία διχάζει διαρκώς με τη συμπεριφορά της, εγείρει πολεμική και δύσκολα κερδίζει την εκτίμηση του αναγνώστη. Κατά την ανάγνωση, συχνά έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται πως θα της άξιζε ένα μάθημα, ίσως να έφταιγε ο ρεαλισμός και οι αναμνήσεις από κοριτσάκια (αλλά και αγοράκια) τέτοιου στυλ, κακομαθημένα – για να μη χρησιμοποιήσω κάποια άλλη έκφραση – που δεν ξέρουν τι θέλουν και νομίζουν πως ο κόσμος είναι πεδίο ελεύθερων δοκιμών και πειραματισμών.

Με αρκετά στοιχεία campus novel, το Εαρινό Εξάμηνο είναι (ανάμεσα σε άλλα) ένα αφιέρωμα στη φοιτητική ζωή. Χρόνια ξέγνοιαστα αλλά σημαντικά, η εμπλοκή της πολιτικής στο πανεπιστήμιο και οι κομματικές παρατάξεις, η μάχη ορισμένων καθηγητών με πενιχρά μέσα και η αδιαφορία της πλειοψηφίας, η απαξίωση της δημόσιας παιδείας, το άγχος της εξεταστικής και το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Και η ζωή εκτός πανεπιστημίου, το Ρέθυμνο με τις θεωρητικές σχολές και το πλήθος φοιτητών (φοιτητριών για να είμαστε ακριβείς), τα μεζεδοπωλεία, τα μπαρ, τα σοκάκια και η παλιά πόλη, η θάλασσα, τα στενά όρια της επαρχίας και η ρουτίνα, ο χρόνος που δεν τρέχει, οι φιλίες και οι έρωτες.

Όμως, εκείνο που πραγματικά ξεχωρίζει στο μυθιστόρημα και το κάνει να διαφέρει από άλλα του είδους του, είναι η παρουσία της θεατρικής παράστασης. Οι πρόβες, η ένταση, η ενασχόληση με οικονομικά και τεχνικά ζητήματα, το αυξανόμενο άγχος. Ο σκηνοθέτης τύραννος που αποφασίζει και διατάζει, οι μαγεμένοι και υποταγμένοι στο όραμα συντελεστές που ακολουθούν τις εντολές και βλέπουν τα προσωπικά τους όρια διαρκώς να διαστέλλονται. Το κόψιμο της ζωής στα δύο, το θέατρο και τα υπόλοιπα, η αφοσίωση και η πληρότητα της δημιουργίας. Ίσως, αν η προετοιμασία της θεατρικής παράστασης αποτελούσε τον στενό πυρήνα του έργου,το τελικό αποτέλεσμα να ήταν πιο σφιχτοδεμένο και λιγότερο άνισο.

Ο Γιώργος Στόγιας, στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, αφήνει ανάμεικτες εντυπώσεις, επιχείρησε αρκετά ανοίγματα και το ρίσκο ήταν μεγάλο, σε κάποια σημεία τα κατάφερε περίφημα ενώ σε κάποια άλλα λιγότερο. Με τη συγγραφή του Εαρινού Εξαμήνου, ο δημιουργός μοιάζει να κλείνει κάποιους λογαριασμούς με το παρελθόν του, το μεράκι και η αφοσίωση πίσω από το εγχείρημα αποδεικνύουν την προσωπική του εμπλοκή στην ιστορία.

Τα σκίτσα που παρεμβάλλονται στο κείμενο δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα ενώ η μουσική που συνοδεύει το βιβλίο ταιριάζει στο κλίμα. Το Εαρινό Εξάμηνογεννήθηκε μέσα από το ομώνυμο ιστολόγιο (earinoexamino.wordpress.com), με εβδομαδιαίες αναρτήσεις, απέκτησε το πιστό κοινό του και έφτασε (με αρκετές αλλαγές) μέχρι τη χάρτινη έκδοση.

earinoexamino24 Ιουλίου 2013 – 11:44 π.μ.

Γιάννη σε ευχαριστώ που διάβασες προσεκτικά το “Εαρινό Εξάμηνο”, η σοβαρότητα με την οποία αναπτύσσεις την κριτική σου με τιμά (ακόμη κι αν διαφωνώ με τη βασική σου ένσταση). Από ό,τι αντιλαμβάνομαι, έχεις την άποψη πως η σύνθεση των διαφορετικών στοιχείων (πολιτική, πανεπιστήμιο, νεότητα, γενιά, αισθητική) την οποία επιχείρησα ήταν υπερβολικά φιλόδοξη για τις δυνάμεις μου. Εκτιμώ το κριτικό σου αισθητήριο και συνεπώς διάβασα με πολύ ενδιαφέρον το κείμενό σου (όπως κάνω άλλωστε με τις παρατηρήσεις όλων των αναγνωστών, θετικές και αρνητικές). Επίτρεψέ μου εδώ την εξής σκέψη: Η Ντίνα, ως η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, προσπαθεί να κάνει στη δική της ζωή αυτό που μου προσάπτεις ότι δεν κατάφερα να επιτύχω στο μυθιστόρημα: να δώσει νόημα στα ετερόκλητα, αποσπασματικά και συγχυτικά στοιχεία που διαμορφώνουν την ίδια και το ολισθηρό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται. Μέσα στην εσωτερική λογική του Εαρινού, η εμπλοκή της Ντίνας στη θεατρική παράσταση λειτουργεί για την ίδια όπως λειτουργεί για τον συγγραφέα η πράξη της γραφής. Αν η προετοιμασία της θεατρικής παράστασης βρισκόταν, όπως προτείνεις, στον στενό πυρήνα του έργου, τότε ίσως να είχα φτιάξει ένα πιο “σφιχτοδεμένο” μυθιστόρημα, αλλά όχι αυτό που ήθελα να γράψω. Η ανάγκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας θα φωτιζόταν με άλλο τρόπο, θα περνούσε διπλά στο προσκήνιο (ως βιβλίο και ως υπόθεση), θα παρουσιαζόταν ως αξία καθεαυτή, όχι ως προσπάθεια να μπει τάξη στο χάος της εμπειρίας. Εκεί, ταυτίζομαι με την Ντίνα, μας ενδιαφέρει μια διαδικασία με άγνωστο τέλος, αμφίβολη χρησιμότητα και ελάχιστες ελπίδες υπέρβασης.

NO14ME24 Ιουλίου 2013 – 3:49 μ.μ.

Ευχαριστώ για το σχόλιο Γιώργο. Έχεις δίκιο, θα μιλούσαμε για ένα άλλο μυθιστόρημα αν η θεατρική παράσταση αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα. Δεν με κέρδισε δυστυχώς η Ντίνα αν και αντιλαμβάνομαι – νομίζω – το σκεπτικό πίσω από το χτίσιμο του χαρακτήρα.
Ελπίζω να συνεχίσεις με το ίδιο μεράκι ελπίζοντας σύντομα να είσαι σε θέση να μας παρουσιάσεις κάτι καινούριο!

19/07/13 http://no14me.blogspot.gr/2013/07/blog-post_19.html

H Εύη Καρκίτη στην Εφημερίδα των Συντακτών:

«ΓΙΑΤΊ ΣΑΣ ΕΝΟΧΛΏ ΌΛΟΥΣ ΤΌΣΟ ΠΟΛΎ;»

Η ξέφρενη πορεία μιας 20χρονης φοιτήτριας στο Ρέθυμνο γίνεται όχημα στα χέρια του συγγραφέα για να εξερευνήσει τις αντιφάσεις μιας γενιάς και μιας χώρας.

Η Ντίνα είναι δευτεροετής φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Είναι όμορφη, είναι έξυπνη, νευρική και ετοιμόλογη, δίνει την εντύπωση πως δεν σταματάει πουθενά. Είναι ένας κακός μπελάς για εκείνους που την περιβάλλουν, γίνεται το καρφί στο μάτι τους. Κοντά της κανείς δεν αισθάνεται σίγουρος. Τι στραβώνει λοιπόν μαζί της;

Ο Γιώργος Στόγιας (Αθήνα, 1973), με το πρώτο του μυθιστόρημα αναλαμβάνει ένα συγγραφικό ρίσκο, διαμορφώνοντας ένα χαρακτήρα με πολλές γκρίζες ζώνες, ένα σωστό ναρκοπέδιο. Πράγματι, το «Εαρινό Εξάμηνο» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο διαδίκτυο και παρουσιάζεται τώρα αναθεωρημένο σε έντυπη μορφή είναι αποτέλεσμα λεπτών ισορροπιών και λεπτών χειρισμών ώστε το όλο εγχείρημα να μην παρεκτραπεί σε συναισθήματα και σκέψεις που προσωποποιούνται. Ο συγγραφέας αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο από νωρίς, ίσως ακόμη κι από τη σύλληψη του μυθιστορήματος, σχεδόν αποσύρεται από το προσκήνιο επιλέγοντας μια κρίσιμη οπτική γωνία: εμπιστεύεται τη δράση και προωθεί την εξέλιξη μέσα από πυκνούς διαλόγους, επιτρέποντας μ’ αυτόν τον τρόπο να ακουστεί η φωνή της κεντρικής ηρωίδας και των χαρακτήρων που την πλαισιώνουν.

Η πλοκή εκτυλίσσεται από τον Φεβρουάριο του 2009, στον απόηχο των γεγονότων του «Δεκέμβρη» ο οποίος όμως σταδιακά σβήνει για να φτάσει στα Χριστούγεννα του 2012 όπου το τοπίο είναι πλέον διαφορετικό. Η συγκυρία δεν αποτελεί σκηνικό, αλλά στοιχείο που εντάσσεται στην πλοκή, οι χαρακτήρες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μαζί του, διαμορφώνονται από αυτό και λογοδοτούν, πατούν σε γνώριμο για όλους μας έδαφος.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η 20χρονη Ντίνα, ορφανή από μητέρα, μοιράζεται με τον πατέρα της μια σχέση δύσκολη, γεμάτη τραύματα, ανοιχτές πληγές και σοβαρές ανεπάρκειες. Ο συγγραφέας ωστόσο αποφεύγει να παρουσιάσει την προσωπική της ιστορία μέσα από αναδρομές, την εντάσσει και αυτήν στον χρόνο της δράσης. Φεύγοντας από την Αθήνα και ξεκινώντας μια νέα ζωή στο Ρέθυμνο η Ντίνα, διαγράφει μια ξέφρενη πορεία από αγκαλιά σε αγκαλιά, από έναν στόχο σε άλλον, από ταυτότητα σε ταυτότητα, από μια συναισθηματική κατάσταση σε άλλη. Η φοιτητική ζωή της έχει μεγάλες εντάσεις και λίγο διάβασμα. Εργάζεται σε σαντουιτσάδικο, πίνει ποτά στο δημοφιλές μπαρ της πόλης, κλέβει τους εραστές των φιλενάδων της αλλά και το ταμείο του καταστήματος που βιοπορίζεται, λέει πάντα αυτό που σκέφτεται αδιαφορώντας για το αν θα πληγώσει τους άλλους. Είναι ταυτόχρονα: εκλεκτική και εγωκεντρική, στοχαστική και ρηχή, παλινδρομεί την ίδια στιγμή ανάμεσα σε ποταπά και υψηλά κίνητρα, με αποτέλεσμα να κονιορτοποιεί τις συνήθεις ηθικές ή χαρακτηρολογικές κατηγοριοποιήσεις. Κάποια στιγμή αρπάζει την ευκαιρία να παίξει σε έναν μικρό ερασιτεχνικό θίασο―που θέλει να είναι καινοτόμος και πρωτοποριακός―την Αναμπέλα στο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζων Φορντ. Γδύνεται και ματώνει κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, το θέατρο γίνεται ένα είδος προορισμού που της δίνει την εντύπωση πως μπορεί να ενσωματωθεί σε αυτό με τους δικούς της όρους. Κι από εκεί όμως τελικώς θα δραπετεύσει. Οταν θα αναλάβει να γράψει, χωρίς να το σκεφτεί, τον λόγο ενός υπερσυντηρητικού πολιτικού, τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει την κάθοδό της. Η όμορφη και έξυπνη φοιτήτρια, που δεν σταματάει πουθενά, βυθίζεται στην οδύνη, μέχρι να βρει τον δρόμο της επαναφοράς και της επανένταξης. Θα τον βρει;

Το «Εαρινό εξάμηνο» είναι όμως κάτι περισσότερο από την ιστορία μιας νέας γυναίκας που μπαινοβγαίνει από το φως στο σκοτάδι με ασυγκράτητη ορμή. Ενώ όλα δείχνουν να κινούνται δίχως το δίχτυ ασφαλείας, βαθμιαία γίνεται αντιληπτό πως είναι μια περσόνα στα χέρια του «άφαντου» αφηγητή για να εξερευνήσει όχι μόνο τον κόσμο της αλλά και τον κόσμο που την περιβάλλει, τις αντιφάσεις μιας χώρας και μιας γενιάς, τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται και απομακρύνεται από την προηγούμενη, το εκτόπισμα και τις δυνατότητές της.

Ο Γιώργος Στόγιας γράφει ένα πυκνό μυθιστόρημα που υποστηρίζεται από μια ελεγχόμενη συναισθηματικά πρόζα και τοποθετεί τη δράση του σε χώρους βιωμένους που γνωρίζει καλά, όπως είναι η πόλη του Ρεθύμνου και ο κόσμος του θεάτρου, εκεί δηλαδή όπου ο συγγραφέας έχει διαγράψει τη δική του πορεία, χαρίζοντας έτσι στη γραφή του πειθώ και στέρεο ρεαλιστικό υπόστρωμα.

«Γιατί σας ενοχλώ όλους τόσο πολύ;» είναι το ερώτημα που θέτει στα οικεία της πρόσωπα η Ντίνα. Καλεί τον αναγνώστη να τολμήσει την δική του απάντηση. Το «Εαρινό εξάμηνο» εξάλλου προσφέρεται σε ποικίλες ερμηνείες.

Το «Εαρινό Εξάμηνο» είναι αποτέλεσμα συνεργασίας, όπως δεν ξεχνά να τονίζει ο συγγραφέας. Τα σκίτσα που συνοδεύουν το βιβλίο είναι του moican, ο σχεδιασμός της Αλεξίας Νισηφόρου, η επιμέλεια της Κωνσταντίνας Τσιάγκα, η μουσική στο CD που διατίθεται στην πρώτη του έκδοση του Αντώνη Τσαγκάρη.

04/08/13 http://www.efsyn.gr/?p=85103

Η Λίνα Πανταλέων στην Καθημερινή (13/10/13)

Εξαγριωμένοι ονειροπόλοι

Η βάναυση διάψευση μιας ολόκληρης γενιάς στην Ελλάδα της κρίσης

Με σαρκαστική ελαφρότητα ο Γιώργος Στόγιας (γεν. 1973) γράφει ένα μυθιστόρημα για μία από τις απροσμάχητες αξίες της εποχής μας, τη νεότητα. Ενα νόμισμα ανθεκτικό στις υποτιμήσεις, αλλά που συχνά αποδεικνύεται κίβδηλο, ανύποπτα εύκαμπτο. Οι σημερινοί νέοι παραμένουν ονειροπόλοι και ανεξημέρωτοι, έχοντας ωστόσο να αντιμετρηθούν με τα απύθμενα βάραθρα που ανοίγονται μπροστά τους εξαιτίας της κοινωνικοπολιτικής κατάρρευσης. Το παράδοξο είναι πως, ενώ οι συνθήκες που τους αντιμάχονται υπερβαίνουν καταφανώς τις δυνάμεις τους, πρωτίστως την ανολοκλήρωτη πολιτισμική και ηθική διάπλασή τους, το παραμικρό ψέλλισμα εκ μέρους τους, ακόμα και το πιο σπασμωδικό άλμα στο κενό, το πιο ανώφελο ξέσπασμα, χαιρετίζονται όχι σπάνια με ενθουσιασμό, έναν ενθουσιασμό χωρίς κανένα αντίκρισμα. Η έμφυτη αυταρέσκεια των νέων παίρνει φωτιά, ενόσω ο κόσμος που αγωνιούν να πυρπολήσουν, ο ίδιος που τους κολακεύει για τα ανακλαστικά τους της αντίδρασης, τους αρνείται κάθε διέξοδο.

Οι φωτιές του Δεκέμβρη του 2008, ένας θνησιγενής θρίαμβος, σβήστηκαν έναν χρόνο αργότερα από το συλλογικό δέος ενώπιον της καλπάζουσας κρίσης. Στον απόηχο αυτής της μεγάλης στιγμής, που όσο θορυβωδώς ενέσκηψε τόσο άηχα εξέπνευσε, ζουν οι φοιτητές στο μυθιστόρημα του Στόγια. Τα πρόσωπα του βιβλίου εμφανίζουν τις συνήθεις μετεφηβικές νευρώσεις, οργή, σύγχυση, πάθος και παθητικότητα, όμως η κεντρική ηρωίδα, η Ντίνα, φαίνεται να έχει ξεπεράσει προ πολλού το σημείο βρασμού της. Αν και απολιτική στο φρόνημα, ξεχειλίζει από μεγάλες ιδέες, με κυριότερη την ιδέα για τον εαυτό της. Τρελή και αλλοπαρμένη, φλέγεται, πέρα από τη φιλαρέσκεια, από έναν ακατάσχετο, παιδιάστικο θυμό, τον οποίο μεταμφιέζει σε κατασταλαγμένο μηδενισμό. Μολονότι αντιλαμβάνεται ότι η παραφορά της δεν της διασφαλίζει την καλύτερη επιχειρηματολογία, εκτοξεύει κατά πάντων τις μείζονες αρχές της κοσμοθεωρίας της, υποστηρίζοντας εν εξάλλω ότι για εκείνη «υπάρχει ό,τι βρίσκεται εντός ακτίνας δέκα μέτρων» και ότι η «βασική απασχόληση των νέων είναι να μαζεύουν στιγμιότυπα για να έχουν κάτι να νοσταλγούν όταν θα γεράσουν πριν την ώρα τους».

Ενα μάτσο νεύρα

Η Ντίνα, «ένα μάτσο τεντωμένα νεύρα», διαθέτει θέρμη και ορμή που γοητεύουν. Η εύφλεκτη ιδιοσυστασία της αποσιωπά ρομαντικές φαντασιώσεις στο μέτρο που η επιθετικότητά της εκπηγάζει από τη βιασύνη της να αδράξει την ευτυχία. Πιστεύει απόλυτα ότι το να τα κάνεις όλα αναίμακτα, χαλάει την απόλαυση, όπως και ότι «το όποιο δράμα είναι καλύτερο από την παντελή απουσία του». Η ίδια αδημονεί να μετουσιωθεί σε δραματικό πρόσωπο και με αυτή την προσμονή συμμετέχει σε μια θεατρική ομάδα, όπου δεν αργεί να γίνει παρανάλωμα από τους σκηνικούς παροξυσμούς της. Τελικά ούτε μέσα από την αναπαράσταση της ζωής κατάφερε να γλιτώσει από όσα την καταδίωκαν στον αληθινό κόσμο. Η αληθοφάνεια και το έκτυπο ψεύδος αλληλοσυγκρούονταν σε κάθε της βήμα. Είχε καταντήσει μια καρικατούρα των βαθύτερων επιθυμιών της. Ακόμα και αν η πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας αστικός μύθος, ήταν ο μόνος που της αναλογούσε.

Ο Στόγιας καγχάζει τα ιδεαλιστικά φληναφήματα της ηρωίδας, αφήνοντάς την ανοχύρωτη απέναντι στις αυταπάτες της. Προοδευτικά την απογυμνώνει από όλες τις θεατρινίστικες επικαλύψεις της, για να αποκαλύψει ένα κορίτσι που σπαράζει για αυτεπιβεβαίωση. Η βραδύκαυστη μεταστροφή της Ντίνας την ολοκληρώνει ως μυθοπλαστικό χαρακτήρα, επιτρέποντας στη μορφή της να απηχήσει το θυμικό σύμφυρμα που αναπάλλει τους νέους. Μέχρι να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει το δράμα για να προσπαθήσει να γίνει η ίδια το έργο, η Ντίνα μετατοπίζεται στη διάρκεια ενός εαρινού εξαμήνου από τον ναρκισσισμό στην αυτολύπηση. Στο μπλαζέ ιδιόλεκτο παρεισδύουν αίφνης λυρικές αποχρώσεις. «Θα μπορούσε να πάρει το μέσα της στη χούφτα της και δεν θα ήταν πιο βαρύ από μια ενόχληση», σκέφτεται την ίδια στιγμή που αναλογίζεται πως «δεν υπήρχε τίποτα στο βάθος τόσης φωτιάς, μόνο πάγος».

Οι νέοι του Γιώργου Στόγια είναι αντιπροσωπευτικοί της αμφίρροπης εποχής τους και συγκινούν με τον πόθο δραματοποίησης των καθημερινών πραγμάτων προκειμένου η ζωή να αποκτήσει υψηλότερη θερμοκρασία και η πεζότητα να διαφύγει στη μαγεία.

(13/10/13, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_13/10/2013_536436)

“…ONCE I WANTED TO BE THE GREATEST…”

 Κριτική του Εαρινού Εξαμήνου από τον Librofilo

Στο μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια (Αθήνα, 1973) με τίτλο «ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ», (Εκδ. Απόπειρα, σελ.443), ο συγγραφέας αναλαμβάνει ένα ρίσκο και καλεί τον αναγνώστη του να συμμετάσχει σ’ αυτό, σε ένα ιδιότυπο αναγνωστικό μπρα-ντε-φερ. Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλά (ίσως, αλλά, θα είναι ελάχιστα), μυθιστορήματα όπου ο ήρωας (η ηρωίδα στην περίπτωση μας) να προκαλεί τα νεύρα του αναγνώστη τόσο πολύ όσο η περίπτωση της Ντίνας (ηρωίδας του βιβλίου) – και εδώ ακριβώς έγκειται η πρόκληση αλλά και η ανάγκη για συμμετοχή σ’ αυτό το «παιχνίδι» όπως σε κάποιο θεατρικό δρώμενο όπου ο θεατής καλείται να συμμετάσχει στο έργο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.

Βρισκόμαστε στο πρώτο εξάμηνο του 2009 (ο μυθιστορηματικός χρόνος θα είναι αυτό το «εαρινό εξάμηνο»), και η Ντίνα, μια 20χρονη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής στο Ρέθυμνο, εκπάγλου καλλονής και (σπαταλημένης ίσως, αλλά) μεγάλης ευφυίας, η οποία θα μπορούσε να διάγει μια άνετη φοιτητική ζωή (με ότι ο όρος αυτός, συνεπάγεται στην νεότερη Ελλάδα), αφού δεν φαίνεται να έχει κανένα οικονομικό πρόβλημα – ο χήρος πατέρας, ιδιοκτήτης Ιταλικού ρεστοράν στην Καλλιθέα (πιτσαρίας υποτιμητικά από την αγνώμονα κόρη) στέλνει χρήματα, δεν πολυανακατεύεται στην καθημερινότητα ή στην παρακολούθηση των σπουδών της Ντίνας. Γιατί λοιπόν η νεαρά φέρεται ως μεγάλη ντίβα και θεωρεί ότι ο κόσμος θα έπρεπε να υποκλίνεται στο διάβα της; Γιατί κανείς δεντην ανέχεται; Γιατί είναι τόσο ανταγωνιστική, έχει πάντα «το ζωνάρι λυμένο» για καυγά, αρπάζει τους άντρες από τις φίλες της, βρίζει τον πατέρα της ζητώντας του όλο και περισσότερα χρήματα (και όταν εκείνος αρνείται να της τα δώσει, πιάνει δουλειά σε σαντουιτσάδικο και κάποια στιγμή βάζει χέρι και στο ταμείο), δεν παρακολουθεί τα μαθήματα που την αφήνουν παντελώς αδιάφορη παρά μόνο όταν βλέπει έναν νόστιμο και νέο καθηγητή, τον οποίο γουστάρει εμφανώς η (καθώς πρέπει) φίλη της, σπεύδει στο μάθημά του με απώτερο σκοπό να τον σαγηνεύσει;

Η ηρωίδα του Στόγια, προκαλεί και ζεί έντονα την κάθε στιγμή στην ζωή της. Θα πιεί τα ποτά της μέχρι τελικής πτώσης, θα κάνει σεξ σαν να μην υπάρχει αύριο, θα διεκδικήσει αυτό που πιστεύει ότι δικαιούται, είτε άντρας είναι αυτός, είτε οτιδήποτε άλλο. Ζει στα όρια συνεχώς. Τραυματίζεται, σηκώνεται, προχωράει, τσακώνεται, την λέει σε όλους και θεωρεί ότι έχει δίκιο σε όλα. Θα μπουκάρει (κυριολεκτικά) σε μια θεατρική ομάδα, η οποία ανεβάζει το (πρωτοποριακό για την εποχή του) έργο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, ένα άκρως απαιτητικό θεατρικό έργο που απαιτεί έντονο «σωματικό» παίξιμο, θα ενθουσιαστεί από τον σκηνοθέτη, θα νομίζει ότι βρήκε τον μέντορά της σ’αυτή τη ζωή και από την πρώτη πρόβα θα τα δώσει όλα, όταν δε η πρωταγωνίστρια αρνηθεί να υπακούσει στον μονομανή Ορέστη (τον σκηνοθέτη που πιστεύει ότι είναι τουλάχιστον μεγαλοφυία), θα είναι η Ντίνα που θα μπει μπροστά (θα προτάξει τα ωραία της στήθη by all means), θα πάρει τον πρώτο ρόλο και θα διεκδικήσει με λύσσα τον έρωτα του.

Η ανώμαλη προσγείωση από την μικρή αλλά έντονη (όπως όλες άλλωστε) σχέση της με τον Ορέστη, η απογοήτευσή της από αυτόν, το απότομο ξύπνημά της από τη ζωή που έχει χτίσει, θα την ξυπνήσουν και θα αποφασίσει να αλλάξει αντιδρώντας και σ’αυτή την περίπτωση με τον προσωπικό της ακραίο τρόπο. Θα μπορέσει όμως να τα «καταφέρει»; Το πικρό φινάλε του βιβλίου 3 χρόνια αργότερα, δεν επιτρέπει αισιοδοξία και αποπνέει ματαιότητα, του τύπου «η ζωή δεν είναι κόμικς, μωρό μου»…

Ο Στόγιας δημιουργεί μια ηρωίδα «bigger than life», ριψοκινδυνεύει (ως κάθε δημιουργός ενός αμφιλεγόμενου και παθιασμένου έργου), να κλείσει ο αναγνώστης το βιβλίο πριν την 100η του σελίδα αγανακτισμένος με τα «έργα και τις ημέρες» της ακάματης Ντίνας, αλλά από τη μια με την ολοζώντανη και γεμάτη πειστικούς διαλόγους αφήγησή του, και από την άλλη με το σαρκαστικό του χιούμορ και την φρεσκάδα της ματιάς του κερδίζει το στοίχημα και στο τέλος «επιβάλλει» την ηρωίδα του, η οποία μπορεί να μη γίνεται συμπαθής αλλά προβληματίζει και εντυπωσιάζει τον αναγνώστη.

Η Ντίνα είναι ένας χαρακτήρας αποπροσανατολισμένος, που όλα στη ζωή του έχουν έρθει βολικά. Μπήκε άνετα στη σχολή (προφανώς όχι της πρώτης της επιλογής, μιας που το θέατρο είναι η μεγάλη της αγάπη), το παίζει όπως θέλει (επαναστάτρια, προκλητική, ακραία, εξεγερμένη, εναλλακτική, ψαγμένη, διανοούμενη, θεογκόμενα) έχοντας την οικονομική ασφάλεια ότι με τις μαλαγανιές της, ο πατέρας της θα συνδράμει την κατάλληλη στιγμή. Με εντυπωσιακή αυταρέσκεια,  έχει μάθει να γίνεται το δικό της και να κατακτά ότι στόχο βάζει. Δεν ξέρει τι θέλει, δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα για το τι συμβαίνει στην κοινωνία παρά μόνο στον μικρόκοσμό της, σκύβει το κεφάλι και ορμάει σταν ταύρος σε υαλοπωλείο σε οτιδήποτε της κάτσει (μάλλον καρφωθεί) στο μυαλό. Δεν φοβάται τη σύγκρουση, την επιδιώκει – τρέφεται από αυτήν (διότι την θεωρεί άλλο ένα πεδίο όπου μπορεί να δείξει την αυτοδιαφημιζόμενη «ανωτερότητά της»). Η (αναπόφευκτη) «ένταξή της» στην κοινωνία όταν έρθει θα είναι απότομη και η συνειδητοποίηση των σφαλμάτων και των υπερεκτιμήσεων ορισμένων πραγμάτων και ανθρώπων θα προκαλέσει τραύματα, βαθιά μέσα της το γνωρίζει, αλλά προχωράει…

Το μυθιστόρημα, κατακλύζεται από μουσική (στο YouTubeυπάρχει μεγάλο μέρος του «soundtrack», ενώ η έκδοση συνοδεύεται και από ένα cd με μουσική του Α.Τσαγκάρη, ειδικά γραμμένη για το βιβλίο), είναι γραμμένο με ύφος ανάλαφρο, αλλά αυτά που περιγράφει είναι πολύ ουσιαστικά. Η πανεπιστημιακή κοινότητα της πόλης του Ρεθύμνου παρουσιάζεται με διαύγεια και χιούμορ, το κοινωνικό πλαίσιο (βρισκόμαστε λίγο μετά τον Δεκέμβρη του 2008) είναι συνεχώς παρόν χωρίς όμως να βγαίνει στο προσκήνιο – τα έντονα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης δεν έχουν αρχίσει ακόμα, απλά είναι ορατά στον ορίζοντα, ενώ οι σελίδες που αναφέρονται στην θεατρική παράσταση είναι εξαιρετικές και ολοζώντανες καθηλώνοντας τον αναγνώστη.

Το ιδιότυπο αυτό «μυθιστόρημα μαθητείας» (bildungsroman) του Γ.Στόγια, (το οποίο κυκλοφόρησε πρώτα σε συνέχειες στο διαδίκτυο από το blog που δημιουργήθηκε γι’αυτόν τον λόγο (earinoexamino.wordpress.com – εξάλλου ο συγγραφέας είναι πολύ ενεργός στα κοινωνικά δίκτυα), γνώρισε επεξεργασία και επιμέλεια και εκδόθηκε τελικά πριν λίγους μήνες), μας γνωρίζει μια αντιπαθή και αλλοπρόσαλη ηρωίδα που όμως προκαλεί συζητήσεις, προκαλεί το ενδιαφέρον ακόμα και του πιο αποστασιοποιημένου (όπως πιστεύω ότι είμαι) αναγνώστη, ζητάει την συμμετοχή του, την ενεργητική του ανάγνωση. Σ’αυτήν λοιπόν την απεικόνιση έγκειται η αξία ενός βιβλίου που μας κεντρίζει και μας ωθεί σε προβληματισμούς και σκέψεις όχι μόνο για τη νεότητα αλλά και για τη ζωή την ίδια.

22/10/13 http://librofilo.blogspot.gr/2013/10/once-i-wanted-to-be-greatest.html

Με τον τρόπο του Διαδικτύου
Η Τιτίκα Δημητρούλια στην Καθημερινή:

​​Ο συγγραφέας πρέπει να γράφει για τον καιρό του. Πόσες φορές δεν έχω πει αυτό και πόσο εύκολο ακούγεται όταν άλλοι είναι αυτοί που τους βαραίνει η ευθύνη. Το σκεφτόμουν αυτό διαβάζοντας πολλά πεζογραφήματα τον καιρό αυτόν, άλλα με υψηλότερη θερμοκρασία από την ιδανική, άλλα χαλαρά, άλλα αμήχανα, πολλά με τα κοινωνικά μέσα και το Διαδίκτυο ενσωματωμένα στο γράψιμο και την πλοκή τους… Και έλεγα ότι είναι πολύ δύσκολο τελικά να γράφεις για την Ιστορία ενώ είσαι κομμάτι της… Δεν ακυρώνουν οι σκέψεις αυτές το αισθητικό κριτήριο, την αξιολόγηση. Απλώς περιγράφουν ένα πλαίσιο, φωτίζοντας ενδεχομένως και την άλλη πλευρά, το φορτίο του συγγραφέα. Στέκομαι λοιπόν σε δύο τέτοιες καλές προσπάθειες, προσπάθειες ερμηνείας και αποτύπωσης της κρίσης: το μυθιστόρημα «Υπόγειος», των Μητσοτάκη – Σικιαρίδη, που ένα μεγάλο κομμάτι του αναπαράγει τον λόγο του κινητού και του σκάιπ, των φόρουμ και του facebook· και το «Εαρινό εξάμηνο» που ο Γιώργος Στόγιας έγραψε μαζί με μια ομάδα συνεργατών στο Διαδίκτυο και το εξέδωσε τελικά μαζί με το cd και με τα σχόλια των αναγνωστών ποικιλοτρόπως ενσωματωμένα.

Ο υπόγειος είναι το μετρό, που είναι και η σκηνή του δράματος, αλλά θα μπορούσε να διαβαστεί και ως αλληγορία: αναφέρεται στην κρίση που ταλανίζει τη χώρα και στις υπόγειες αιτίες της αλλά και στο χάος του Διαδικτύου, την ψευδωνυμία, την ανωνυμία και τις συνέπειές τους. Οι ιστορίες των προσώπων διαπλέκονται δημιουργώντας μια εικόνα της χώρας που, αν την σκεφτεί κανείς, τρομάζει. Από τη μια τα λαϊκά παιδιά, οι άνεργοι χούλιγκαν, αλλά και οι υπάλληλοι στα μαγαζιά που αγοράζουν χρυσό, και τα άλλα που ξενιτεύονται λαντζέρηδες στη Γερμανία· από την άλλη, ο συνταξιούχος αστυνομικός που παριστάνει στο Διαδίκτυο την πιτσιρίκα και δίνει συμβουλές για τη δυσκοιλιότητα στην ξενιτεμένη κόρη μέσω σκάιπ εις επήκοον όλων στο Ιντερνετ καφέ, η καθηγήτρια που παίζει παιχνίδια εξουσίας στο Διαδίκτυο, το μικροαστικό ζευγάρι που ζει μέσα στη σύμβαση και την αυταπάτη· και ένα εξιλαστήριο θύμα. Οι διαδικτυακοί διάλογοι είναι αληθοφανείς, ο διάλογος στο κινητό στην αρχή του κειμένου με την ανατροπή που ακολουθεί δημιουργεί προσδοκίες, η εκτενής περιγραφή του φόβου επιτυχημένη, τα πρόσωπα τείνουν να υποστασιοποιηθούν, ορισμένα από αυτά τουλάχιστον, με πρώτη την άνεργη Μαρία, αλλά και τον αστυνομικό Μενέλαο και τον Τσακ Μπαμ. Η υποκρισία προκύπτει αβίαστα και πνίγει τον αναγνώστη, χωρίς κανενός είδους διδακτισμό. Αλλά η βωμολοχία παραμένει εν πολλοίς αλειτούργητη λογοτεχνικά κι ας είναι αληθινή, η φωνή των προσώπων δεν αποκτά βάθος, οι κρίσιμες σκηνές θα χρειάζονταν καλύτερο δέσιμο.

Στοιχεία αντίστοιχα με αυτά που εντοπίζω και στο βιβλίο του Στόγια, μόνο που στη μία περίπτωση το κείμενο θα χρειαζόταν επέκταση και στη δεύτερη δραστικό κόψιμο.

Ο Στόγιας ψυχογραφεί τη νέα γενιά, αλλά την ίδια στιγμή ακτινογραφεί τη νεοελληνική κοινωνία, ως αιτία, σε ένα βαθμό, και μαζί θύμα μιας κρίσης που διαλύει όλες τις σταθερές. Η Ντίνα κάνει σαν τρελή, όπως λένε οι φίλοι της στο Ρέθυμνο όπου σπουδάζει, ενθουσιάζεται, τα παρατάει, πίνει, καπνίζει μπάφο, κοιμάται με όποιον της κατέβει, κάνει θέατρο, τσακώνεται με τον πατέρα της, αγνοεί το πανεπιστήμιο. Ενα τυπικό μυθιστόρημα διάπλασης, με σχετικό χιούμορ, που καταρρέει υπό το βάρος των επαναλαμβανόμενων κύκλων που διαγράφει σε επίπεδο δομής και της σχηματικότητας των κοινωνικών του αναφορών. Ανοικονόμητο, το κείμενο λέει κάτι για την έλλειψη προσανατολισμού κάποιων νέων ανθρώπων, που προφανώς χρησιμοποιούν με ενθουσιασμό τα κοινωνικά μέσα. Κακό; Καθόλου. Απλώς το κάθε μέσο και ο κώδικάς του και η λογοτεχνία απαιτούν πύκνωση και ακρίβεια ακόμη και στην επιλογή της χαλαρότητας.

(08/12/13 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/12/2013_542255)

Ο “Πατριάρχης Φώτιος” στο “Βιβλιοκαφέ”:

Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008, όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος,θεωρήθηκαν από πολλούς ο ατμός που έβραζε χρόνια και βρήκε, εκείνη την περίοδο,διέξοδο για να απλωθεί εκρηκτικός και ανεξέλεγκτος σε όλη την κοινωνία. Μάλιστα κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η νεολαία, που σε ένα μεγάλο ποσοστό-της ήταν πολιτικά αδρανής και κοινωνικά ευδαιμονιστική, έδειξε τα δόντια-της με μαζική κινητοποίηση και ενεργή πολιτική συμμετοχή.

Αυτό είναι κατά βάθος το θέμα του μυθιστορήματος του σαραντάχρονου συγγραφέα, ο οποίος τοποθετεί τη δράση της ιστορίας-του σε μια ακμαία φοιτητούπολη, το Ρέθυμνο. Εκεί η ζωή για τους φοιτητές, ντόπιους και ξένους, εξελίσσεται, όπως είναι αναμενόμενο, έντονα, εκκωφαντικά, ερωτικά, εφήμερα. Μεταξύ πανεπιστημίου και (παλιάς) πόλης, μεταξύ προσωπικής ζωής και συλλογικής προσπάθειας, οι φοιτητές ζουν το σήμερα και μερικές φορές σκέπτονται και το αύριο.

Η πρωταγωνίστρια Ντίνα είναι ένα από τα πολλά τυπικά δείγματα του ετερόκλιτου συνόλου που λέγεται φοιτητόκοσμος: ωραία, ερωτεύσιμη, που φλερτάρει και ζει τη ζωή-της, που θέλει να είναι ανεξάρτητη και δεν τα έχει πάντα καλά με τον πατέρα-της στην Αθήνα,που πιάνει δουλειά για να βγάζει τα χρήματά-της, που κάνει παρέες, που έχει συμπάθειες και αντιπάθειες, που γυρνά και ξενυχτά, που νοιάζεται σε μια απολίτικη ζωή μόνο για ό,τι υπάρχει στα δέκα μέτρα από την ύπαρξή-της. Πατάει μιας στις τόσες στη Σχολή, βιώνει τα μικρά προσωπικά άγχη και τα αδιέξοδά-της και εσχάτως παθιάζεται με το θέατρο, καθώς συμμετέχει σε έναν ερασιτεχνικό θίασο.

Τα γεγονότα που διακρίνονται από επαναληπτικότητα παίρνουν άλλο χαρακτήρα, πολιτικό αυτή τη φορά, καθώς η Ελλάδα βράζει μετά τα Δεκεμβριανά (η υπόθεση του βιβλίου εξελίσσεται την άνοιξη του 2009): οι ακροδεξιοί αυξάνονται με κρούσματα βίας, οι αριστεροί οργανώνονται, καμιά φορά καπηλευόμενοι την ένταση, πολλοί φοιτητές κινούνται στον παλμό των γεγονότων αλλά και άλλοι εξακολουθούν να διάγουν τη δική-τους ατομοκεντρική ζωή. Η γενιά της μεταπολίτευσης, εφησυχασμένη και απολιτίκ, δείχνει να ξυπνά,όχι πάντα με συλλογικά οράματα, αλλά από μια προσωπική αίσθηση αδικίας.

Το μυθιστόρημα αποτελεί την τοιχογραφία μιας γενιάς που ζει μεταξύ εγώ και εμείς, όσο κι αν η Ντίνα καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση. Απλώνεται πολυδαίδαλο σε μικρές και μεγάλες σκηνές, εγκιβωτίζει ένα θεατρικό δρώμενο, ενορχηστρώνει πολλά πρόσωπα,προβάλλει το χάσμα γενεών, μπαινοβγαίνει στο άτομο και στις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις-του… Μεγάλη τέχνη δείχνει ο Στόγιας στους διαλόγους, οι οποίοι, αν και είναι υπερβολικά εκτενείς και συχνοί για μυθιστόρημα, φαίνονται φυσικοί και οι στιχομυθίες εναλλάσσονται πολύ μελετημένα και άνετα· προφανώς όλα αυτά είναι δουλεμένα χάρη στη θητεία του συγγραφέα στο θέατρο.

Αν εξαιρέσει κανείς κενά στην αφήγηση και άλματα (λ.χ. η “επανάσταση” της Ντίνας δεν απορρέει φυσικώ τω τρόπω, αλλά κάπως βεβιασμένα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα), αυτό που με έκανε να δείχνω (συνεχώς κατά την ανάγνωση) επιφυλάξεις για το αποτέλεσμα είναι η γλωσσική και αφηγηματική ρηχότητα. Τα αφηγηματικά μέρη διακρίνονται για την επίπεδη γλώσσα-τους, άτονη και καθημερινή, χωρίς ένταση, χωρίς δυναμική κίνηση,χωρίς τον τόνο που θα ανυψώσει την καθημερινότητα σε μια αισθητική σφαίρα. Δεν μιλάω φυσικά για καλλιλογίες (δεν θα ταίριαζαν στο περιεχόμενο) αλλά για την ανάγκη του κειμένου να αρθεί με τη γλώσσα-του πάνω από την ξερή αφήγηση και να παρακολουθήσει μορφολογικά τον αχό που (σιγο)βράζει.

http://vivliocafe.blogspot.gr/2013/11/blog-post_16.html 16.11.2013

O Χρυσόστομος Περικλέους* για το Εαρινό στην εφημερίδα Καθημερινή (έκδοση Κύπρου) και στο Cyprusnews.eu.

“Μέσα από την αποδόμηση η αναζήτηση του καινούργιου”

Με αναστάτωσε κυριολεκτικά το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια, Εαρινό Εξάμηνο (Αθήνα, Απόπειρα, 2013). Ξένο εντελώς στον κόσμο που ζω, ακόμα πιο ξένο στον κόσμο που έζησα στην ηλικία των είκοσι, η ηλικία των φοιτητών στο Ρέθυμνο, που μέσα στην κοινότητά τους διαδραματίζονται τα γεγονότα που εξιστορεί.

Εμείς, στα 20 μας, μόλις βγαίναμε από το ησιόδειο άροτρο κι από την αποικιοκρατία. Βγαίναμε από τον «μεγάλο αγώνα» που μας είχε συνεπάρει με το όραμα της ελευθερίας για να στρατευθούμε, μετά την ανεξαρτησία, στον άλλο «μεγάλο αγώνα» της αριστεράς για κοινωνική δικαιοσύνη. Από τη μια ουτοπία στην άλλη!.. Στα σεξουαλικά μας απωθημένα, από τη μια οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της τότε συντηρητικής κοινωνίας κι από την άλλη η μαγεία του έρωτα κι ο πλούτος των αισθημάτων.  Τα γεγονότα του ’63 μας έκλεισαν για 40 χρόνια στο καβούκι του Κυπριακού εμποδίζοντάς μας να δούμε άλλες πτυχές της ζωής και της ύπαρξης σε μια περίοδο που άλλαζε το πρόσωπο του κόσμου. Τραγική ειρωνεία, η δεύτερη μεγάλη διάψευση, η οπτική μας στο Κυπριακό, με πιο κραυγαλέα την περίοδο ’60-74, φάνηκε κι αυτή στρεβλή στο τέλος. Είχαμε όμως ένα αίσθημα ευθύνης που, χωρίς να καταργεί το άτομο ως αυτόνομη ύπαρξη, μας ανέβαζε σε μια ψηλότερη σφαίρα. Έστω κι αν, αναστοχαζόμενος τώρα τη ζωή μας, νιώθω πως αδικήσαμε και τους εαυτούς μας και τον τόπο.

Οι φοιτητές όμως του Γιώργου Στόγια στο Ρέθυμνο, μια μικρή πόλη της περιφέρειας με μια κλειστή συντηρητική κοινωνία που παρενθετικά μόνο αχνοφαίνεται στην αφήγηση, ζουν σε ένα δικό τους κόσμο (μου θύμισε τον γυάλινο πύργο του Πάνου Ιωαννίδη στην Αβάστακτη φιλοπατρία του Π.Φ.Κ.), ξεκομμένο εντελώς από την κοινωνία και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ουσιαστικά αδιάφορο στα προβλήματά της. Θεωρούν δεδομένη την ευημερία και την ελευθερία που απολαμβάνουν, ζουν αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό τους και για το τώρα, οι πιο πολλοί είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από φοιτητές, το πανεπιστήμιο μια παρένθεση στη ζωή τους, σχεδόν η μόνη δύναμη που τους κινεί σε δράση η σεξουαλική ικανοποίηση, μια σεξουαλική ικανοποίηση που καταντά να χάνει επαφή με το αίσθημα, μια ζωή στα ακρότατα όρια ενός μηδενισμού όπου μια ισχνή προσπάθεια λύτρωσης μέσα από την τέχνη, σε αυτή την περίπτωση το θέατρο, ξεπέφτει σε φάρσα.

Χωρίς να εξετάζω αν εμείς ως ατομικές υπάρξεις ήμασταν καλύτεροι απ’ αυτούς, εκείνο που, στην πραγματικότητα, με τρομάζει είναι η απόσταση που μας χωρίζει. Κι είναι μόνο 50 χρόνια. Από τον παππού στο εγγόνι.

Ακραίος αντιπροσωπευτικός τύπος της φοιτητικής αυτής κοινότητας και, σ’ ένα βαθμό και της γενιάς της, η ηρωίδα του Εαρινού Εξαμήνου, Ντίνα, από αθηναϊκή μικροαστική οικογένεια, φοιτήτρια κι αυτή στο Ρέθυμνο, έξυπνη, όμορφη, ταλαντούχα, απόλυτα εγωκεντρική και κυνικά αδίστακτη στο να έχει αυτό που θέλει. «Κακομαθημένη από τους γονείς σου, από το σχολείο σου, από μια ολόκληρη εποχή, μεταφράζεις τις ιδιοτροπίες σου σε υπαρξιακές αγωνίες» ενώ «δίπλα σου περνούν άνθρωποι που γι’ αυτούς ο πόνος κι η αδικία έχουν πολύ πιο οριστικό νόημα από ό,τι για σένα», θα της πετάξει κατάμουτρα ο Άλκης, μια ξένη προς το γενικό φοιτητικό κλίμα ευγενική φυσιογνωμία, ο μόνος που προχωρεί σε ουσιαστική πολιτική πράξη με τη δημιουργία κέντρου υποστήριξης μεταναστών, ενώ όσοι άλλοι αγγίζουν πολιτικά θέματα μένουν στην αριστερή ρητορική. Ο Άλκης όμως είναι κι αυτός μια παρένθεση στην αφήγηση.

Ο ναρκισσισμός της Ντίνας, που εκφράζεται βασικά με την εμμονή να ρίχνει στο κρεβάτι όποιον άντρα επιθυμήσει, προδιαγράφει, στην αντίληψη του αναγνώστη, μια πορεία προς την καταστροφή, αν όχι σε μια τραγική κατάληξη. Η «νέμεσις» όμως, εδώ, κι αυτή ξεφτιλισμένη. Tο σχήμα της τραγωδίας –που σαφώς δεν φαίνεται να είναι στην πρόθεση του συγγραφέα- το διαισθάνεται ο αναγνώστης όταν, μετά την κορύφωση της «ύβρεως», αρχίζει η προϊούσα κατάρρευση. Η Ντίνα βρίσκεται τελικά, μετά από τρία χρόνια, υπάλληλος σε ένα βιβλιοπωλείο της Πανεπιστημίου στην Αθήνα. Κι η ανέραστη συμφοιτήτριά της, Μαρία Νεφέλη, που παρότι φίλες, η Ντίνα ηδονιζόταν να την τσαλακώνει με κάθε ευκαιρία, κάνει διδακτορικό στην Οξφόρδη…

Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν είναι πειστική στο μυθιστόρημα η διαδικασία «προσγείωσης» στην πραγματικότητα. Η Ντίνα, κι όταν ακόμα «εξομολογείται» στον νέο και γοητευτικό καθηγητή, Βασίλη, τον μόνο που δεν κατόρθωσε να ρίξει, δείχνει ή να μην έχει συναίσθηση της κρίσης που την έχει φέρει στην κατάρρευση, ή να αποκρύπτει συνειδητά τις πραγματικές αιτίες και να πιάνεται από ένα ασήμαντο κι αμελητέο «αμάρτημα», που έγραψε ένα κείμενο δυο παραγράφων επί πληρωμή για έναν υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΛΑΟΣ, κι αυτό όχι για τα λεφτά αλλά για χατίρι του γκόμενου, που ο υποψήφιος ήταν θείος του, και της το είχε ζητήσει για χάρη.

Κατά τα άλλα, γερά δεμένη η αφήγηση και πειστικοί οι χαρακτήρες που δημιουργεί. Και κάτι σαν υποψία από έναν αναγνώστη που απέχει δυο γενιές, τόσο μακρινές, από τους ήρωες της αφήγησης, και που δεν είναι μυημένος στις τάσεις του σύγχρονου μυθιστορήματος. Μήπως, μέσα από τη συγκρουσιακή αποδόμηση του κόσμου που ζούμε και το σπάσιμο του κοινωνικού ιστού, ο συγγραφέας αναζητά το όραμα ενός άλλου κόσμου, που είναι όμως κι αυτό μια νέα ίσως ουτοπία;

*Ο Χρυσόστομος Περικλέους σπούδασε παιδαγωγικά, ιστορία και λογοτεχνία και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Είχε μακρά και ενεργό ανάμειξη στο αριστερό πολιτικό κίνημα. Δημοσίευσε πλήθος άρθρων και μελετών για πολιτικά, ιστορικά και ιδεολογικά θέματα, δύο βιβλία για το Κυπριακό, ένα βιβλίο με την ιστορία της Λακατάμιας, της πόλης όπου ζει, και δύο ποιητικές συλλογές.

http://cyprusnews.eu/deltia-typou/1754725