Εικόνα 15ου κεφαλαίου
by giorgosstogias
Ο Αντώνης βούλιαξε στον καναπέ εκεί που πριν καθόταν η Αθηνά. Κοιτούσε μια το ταβάνι ξεφυσώντας και μια τον ουρανό από το παράθυρο, στο χρώμα της δύσης. Είχε ξαναζήσει αυτή την εικόνα, σκέφτηκε. Σε μια παλιά ταινία του Βέντερς, στον Αμερικάνο φίλο ίσως. Ευτυχώς που κάποιος την είχε διασώσει. Αναστέναξε. Ήθελε να γείρει και να κοιμηθεί. Ο Μάνος τού έδωσε μια φιλική μπουνιά στον ώμο.
«Έλα τώρα, φιλαράκι, πες μου την αλήθεια: Πώς χτύπησες;»
«Πλακώθηκα με τον Μίκη».
«Του έριξες καμιά;»
«Μια γερή».
«Έτσι μπράβο, του άξιζε».
Για μένα, το σκίτσο ξεκίνησε να «λύνεται’ από τη στιγμή που είδα το σχέδιο στο κέντρο σαν ενα κουτάλι – τοτέμ – αστικό μπιμπελό – γλώσσα – καθρέφτη. Στην κάτω άκρη του κουταλιού, απόνερα, σούπα, η ροχάλα του Αντώνη στον Μίκη.
Μέσα στις μάσκες, την επιθυμία, την ανοησία και την ασχήμια, το μόνο εντελώς ανθρώπινο είναι η πτώση του Αντώνη, τα αίσθημα ότι συνεχώς βουλιάζει. Το δεύτερο στρώμα του σχεδίου, σε κόκκινες και μπλε γραμμές είναι θαμπό σαν να βλέπεις μέσα από κλάμα. Σαν να βλέπεις το μεγάλο σχήμα πίσω από τα φαινόμενα, σαν παιδί ή γέρος. Σαν ερωτευμένος στο κενό.