Εαρινο Εξαμηνο

Μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια

Μεταξύ σύγχυσης και αθωότητας

Γράφει η Κατερίνα Στεφάνου*  (Bookpress 09/03/14)

Ο Γιώργος Στόγιας, άνθρωπος της συλλογικής εργασίας, όπως αποδεικνύεται, μας παραδίδει μαζί με τους ήρωες και την ιστορία τους, ένα εικονογραφημένο βιβλίο και έναν ψηφιακό δίσκο. Άρα και μια πρόταση ανάγνωσης.

Από αυτή την άποψη, έχουμε περισσότερο ένα έργο, παρά ένα βιβλίο. Ίσως αυτό είναι το αποτέλεσμα της συνεπούς θητείας του στο θέατρο, που του έδωσε μάλιστα υλικό για μεγάλο μέρος του βιβλίου. Η πρόταση της εικονογράφησης του moican είναι υποβλητική. Εικόνες με πολλές λεπτομέρειες, γεμάτες σύγκρουση, δημιουργούν ένα περιβάλλον ασφυκτικό. Από την άλλη, η μουσική του Αντώνη Τσαγκάρη δίνει πολύ χώρο, σαν να πρόκειται να σου αναπληρώσει την ελευθερία που σου αφαίρεσε η εικόνα. Στρίμωγμα στις εικόνες, μοναξιά και ενδοσκόπηση στη μουσική. Έλλειψη χώρου από τη μια, κενό προς εξερεύνηση από την άλλη. Η ηρωίδα και ο αναγνώστης της ιστορίας της βρίσκονται σε ένα αντιφατικό πεδίο, τόσο γεμάτο και τόσο άδειο ταυτόχρονα. Ισορροπία.

Η πρώτη μου επαφή με το κείμενο μου άφησε την εντύπωση ότι έχει ως θέμα τη σύγκρουση των γενεών, αφού πρωταγωνιστές του είναι ένας πατέρας και μια κόρη. Από την άλλη, οι δύο τόποι, Ρέθυμνο και Αθήνα, όπου διαδραματίζεται ταυτόχρονα η ιστορία, προδιαθέτουν για θέματα γύρω από τη σχέση κέντρου και περιφέρειας. Αλλά δεν πρόκειται ακριβώς για αυτό. Ο Γιώργος Στόγιας δεν θέλησε απλώς να πολώσει διαφορετικές γενιές, με τα πρότυπα, τους στόχους και τις ασθένειές τους. Δεν αντιπαραθέτει δηλαδή ηλικιακά μπλοκ, αλλά πρόσωπα που προβάλουν μπροστά μας με κριτήριο τις απόψεις και τη στάση τους απέναντι στα γεγονότα – όχι με βάση την ηλικία τους.

Η κεντρική ιστορία εκτυλίσσεται στο Ρέθυμνο, σε μια επαρχιακή πόλη όπου τα νέα έρχονται όχι μόνο με καθυστέρηση και παράξενες διαθλάσεις αλλά και μέσα από πολύ προσωπικούς δρόμους. Όλα ξεκινούν τον Φλεβάρη του 2009, δυο μήνες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Είναι Παρασκευή, 13 του μηνός. Το Ρέθυμνο προσπαθεί να βρει τους δικούς του λόγους και τον δικό του τρόπο να αντιδράσει στα γεγονότα. Η όμορφη φοιτήτρια Ντίνα ψάχνει κάτι που να την καταστήσει ζωντανή και στην αναζήτησή της αυτή αντί να κερδίζει χάνει – χάνει τον εαυτό της.

Χαρακτήρες, τόποι, νυχτερινές περιπλανήσεις, παθιασμένοι διάλογοι, σιωπές. Οι ήρωες αντιπαρατίθενται, διαφωνούν, αλλά ο συγγραφέας παραμένει αμέτοχος. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αθώοι ή ένοχοι, έξυπνοι κι ανόητοι. Ο Γιώργος Στόγιας καταφέρνει να κρατήσει απόσταση από τους ήρωές του και τους επιτρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Μοιράζει τα επιχειρήματα, εξοπλίζει τον καθένα τους και τους αφήνει μόνους στη σκηνή, στην κρίση μας. Ο συγγραφέας παραμένει σκηνοθέτης και δεν προδίδει κανέναν από τους χαρακτήρες του.

Από την άλλη, εκτός από αναφορές σε πολύ γνωστές εικόνες και μουσικές, το βιβλίο βρίθει από ατάκες, καλαμπούρια, πειράγματα, κουβέντες της παρέας, χιούμορ. Σταχυολογώ για μια στιγμή αμηχανίας ότι «οι ιδέες της είχαν κατέβει στην προηγούμενη στάση και τώρα τις επαναλάμβανε μόνο από φήμες» ή ότι «η διαύγεια επανήλθε ξαφνικά σαν επανασύνδεση στο διαδίκτυο από προβληματικό μόντεμ», ενώ από την άλλη «οι πρακτικές εργασίες είναι ο φόβος και ο τρόμος των πλασμάτων της νύχτας». Γίνεται σαρκαστικός γράφοντας πως «αν κάθε μπαλιά σου είναι άουτ, δεν μπορείς να λες «παίζω άλλο είδος τένις»», ευρηματικός όταν λέει πως «η μόνη εκδίκηση που απομένει σε αυτόν που δεν θέλει να πάει κάπου αλλά το κάνει είναι να αργήσει». Μιλώντας για τους φοιτητές στις διακοπές λέει ότι «οι υπό αναστολή ενήλικοι παρουσιάζονται στα κατά τόπους σπίτια τους», και για την περίοδο που αρχίζουν να σταθεροποιούνται τα ζευγαράκια ότι «ο ιδιωτικός χρόνος είναι η μετοχή με τη μεγαλύτερη άνοδο». Ενίοτε, εγκαταλείπει την ουδετερότητά του σχολιάζοντας ότι «θα μπορούσε να πάρει το μέσα της στη χούφτα της, και δεν θα ήταν πιο βαρύ από μια ενόχληση».

Παρά τις υπερβολές της, η κεντρική ηρωίδα, η Ντίνα, δεν είναι καρικατούρα ούτε γελοιογραφία, δεν είναι ούτε σύμβολο ούτε παράδειγμα – προς μίμηση ή προς αποφυγή. Όταν λέει στον πατέρα της «ο χρόνος είναι μια παρεξήγηση, θα τη λύσουμε μόνο αν τρυπήσουμε τα όνειρα» ή όταν παραπαίει ανάμεσα στα διαδοχικά «όλα έχουν συνέπειες / τίποτα δεν έχει συνέπειες», έχει κανείς την αίσθηση ότι κάτι από αυτήν υπάρχει μέσα σε όλες τις κοπέλες, σε αυτή την ηλικία. Και αν υπάρχει κάτι «διδακτικό» σε αυτό το βιβλίο είναι η προειδοποίηση ότι στον δρόμο προς την απώλεια του ελέγχου δεν συναντάς καμία απαγορευτική πινακίδα. Όλα μπορούν να συμβούν με την απλότητα ενός κυματισμού και τη νομοτέλεια μιας φυσικής καταστροφής. Μόνο που, μετά από ένα τόσο μακρύ «Εαρινό εξάμηνο», αργά ή γρήγορα έρχεται η ώρα να αναλάβει κανείς τις ευθύνες της ενηλικίωσης.

* Η Κατερίνα Στεφάνου είναι δημοσιογράφος. Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή κειμένου που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία, τη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014, στο ισόγειο της εφημερίδας «Πολίτης».

 

Γράφοντας ως ξένος στην Κύπρο

giorgos_stogias2(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» 20/03/14)

Οι παρουσιάσεις του βιβλίου μου «Εαρινό Εξάμηνο» στη Λευκωσία και τη Λεμεσό είχαν για μένα κάτι από όνειρο, με την έννοια ότι δεν πίστευα ακριβώς πως συνέβαιναν. Το να εκτεθώ καλλιτεχνικά στην Κύπρο, μου δημιουργεί πάντα αντιφατικά αισθήματα, μια δυσθυμία που συχνά φαίνεται ανυπέρβλητη.

Γιατί αυτό; Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο; Ένας Ελλαδίτης στην Κύπρο κουβαλά στις βαλίτσες του το πλεονέκτημα της υποτιθέμενης άνεσης στη χρήση της γλώσσας. Επίσης εγώ είχα την τύχη να μην έρθω στο νησί απλά ως οικονομικός μετανάστης, όπως πολλοί συμπατριώτες μου τα τελευταία χρόνια, αλλά παντρεμένος με μια Ελληνοκύπρια. Ο λόγος για τον οποίο ήρθα, σε συνδυασμό με το επάγγελμά μου, και βέβαια με την εποχή στην οποία ήρθα, το τόσο μακρινό και τόσο κοντινό 2003, μου εξασφάλισαν μια ομαλή κοινωνική ένταξη και μια σχετική οικονομική ασφάλεια.

Άρα, γιατί μεμψιμοιρώ; Επειδή λίγα χρόνια μετά την άφιξή μου στο νησί και αφού είχε ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη περίοδος προσαρμογής, ένιωθα βαθιά ότι είμαι καλλιτεχνικά τελειωμένος, ότι δηλαδή, σε καλλιτεχνικό επίπεδο, δεν είχα απολύτως τίποτα ενδιαφέρον να πω, ούτε σε μένα ούτε σε κανέναν άλλον. Η απόπειρά μου το 2006 να φτιάξω μια θεατρική ομάδα (που ιδανικά θα αποτελούσε μετεξέλιξη εκείνης που ήταν το όχημα των καλλιτεχνικών μου αναζητήσεων στη φοιτητική και πρώτη μεταφοιτητική μου περίοδο), επέτεινε, παρά τη σχετική επιτυχία του μόνου έργου που ανεβάσαμε,  την αίσθηση πως ήμουν ένας ξένος σε έναν ξένο τόπο.

Ως προς τι αυτή η αίσθηση, και πώς την εξηγώ; Η τέχνη, και ειδικότερα το θέατρο ως η πιο ακάθαρτη μορφή, η πιο εξαρτημένη από την ύλη και τον αστάθμητο ανθρώπινο παράγοντα, για να είναι ζωτικής σημασίας, πρέπει να πατάει στη γη (και αυτό το εννοώ κυριολεκτικά), να έχει σχέση με τις ανησυχίες και τα προβλήματα των ανθρώπων που την κατοικούν. Πέρα από τις αμιγώς ψυχολογικές διαστάσεις (αν υφίσταται κάτι τέτοιο) του μπλοκαρίσματός μου, θέλω να σημειώσω τρία ζητήματα που πιστεύω ότι έμπαιναν ανάμεσα σε μένα και στον κόσμο που με περιέβαλλε, χτίζοντας το τείχος πίσω από το οποίο ένιωθα πολλαπλά απομονωμένος. Δε θα έπαιρνα το θάρρος να περιαυτολογήσω με αυτό τον τρόπο, εάν δεν πίστευα πως αυτά τα τρία ζητήματα είναι κομβικά για την κυπριακή ταυτότητα, και συνεπώς όποιος επιθυμεί να δημιουργήσει καλλιτεχνικό έργο στην Κύπρο οφείλει να τα αντιμετωπίσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

«Ενδιάμεσος χρόνος, Μυθιστόρημα: Μια ημιτελής υπόσχεση που αξίζει τον κόπο»

Imageτου Παύλου Παύλου

Στις παρέες, συνηθίζουμε να λέμε πως ο Διαφωτισμός ηττήθηκε στις μέρες μας και στον τόπο μας. Για τον Χούσσερλ, πριν το κάνει, πρόλαβε να πάρει μια και καλή τον κόσμο μας μαζί του: Η προσωρινή του νίκη θρόνιασε στην οργάνωση των κοινωνιών την επιστημονική γνώση και «εκτόξευσε τον άνθρωπο στις σήραγγες της εξειδίκευσης». Αυτό που ο Χούσσερλ αποκαλούσε «πραγματική ζωή» έφυγε από το οπτικό μας πεδίο. Με τα μάτια του Χάιντεγκερ, περάσαμε οριστικά στη «λήθη του είναι».

Τώρα, λοιπόν, μας έμεινε μόνο το τσόφλι. Μέσα από την ήττα του Διαφωτισμού, όμως, αναδύθηκαν δυο μεγάλες αλήθειες. Κατ’ αρχήν, ήταν υπερβολική η εμπιστοσύνη μας στη γνώση ως μέσο κατίσχυσης του «καλού» και του «αγαθού». Καθημερινά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανθρώπους – τους περισσότερους ανθρώπους – που δε θέλουν να γνωρίζουν, ή καλύτερα θέλουν να γνωρίζουν μόνο το κομμάτι της γνώσης που δεν τους φέρνει σε αμηχανία, εσωτερική σύγκρουση ή διανοητικό ξεβόλεμα. Και μάλιστα, αυτό δεν αφορά τόσο τον κόσμο της άγνοιας, αλλά κυρίως τον κόσμο της γνώσης. Γίνεται έντονα ορατό ιδιαίτερα με οικονομολόγους γύρω μας να οραματίζονται καπιταλιστική απληστία με ηθικούς κανόνες, βιολόγους να σταματούν τη γνώση τους έξω από την καγκελόπορτα του Δαρβίνου, φυσικούς να προσεύχονται για ένα θαύμα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Εαρινό Εξάμηνο: Ποιος πάει γυρεύοντας;

ImageΤης Μάγδας Ηγουμενίδου

Δεν είναι γρίφος. Η ηρωίδα του βιβλίου πάει γυρεύοντας.

Προκαλεί την τύχη της. Δοκιμάζει τα πάντα και υπερβαίνει όρια. Προκαλεί καταστάσεις, και αυτή της η τάση και στάση παίρνει ποικίλες διαστάσεις: εξαπλώνεται σε όλους τους τομείς και αντιπροσωπεύει κάθε πεδίο διαπραγμάτευσης από μέρους του συγγραφέα. Έρωτας, μουσική, κοινωνία, οικονομία και πολιτική αντιμετωπίζονται στα όριά τους και με ανορθόδοξους τρόπους, ανοίγοντας έτσι νέους ορίζοντες προβληματισμού, δράσης και επικοινωνίας.

Ώρες-ώρες χάνεται κανείς στα τόσα και διαφορετικά θέματα που θίγονται. Τέχνη; (κυρίως θέατρο και μουσική, σε τόσες διαφορετικές εκφάνσεις και στιγμές: π.χ., δείτε πώς λειτουργούν παράλληλα οι μουσικές που αναφέρονται στο κείμενο με εκείνη του cd!) Πολιτική; (πληθώρα γνωμών, ιδεών, ιδεολογιών και συγχύσεων). Στάσεις ζωής; (οι ήρωες σαν προσωπικότητες βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση, ασυμφωνία και σύγκρουση με τα πράγματα και μεταξύ τους). Παραδείγματα: η σχέση της Ντίνας με τη μουσική, με το θέατρο-η παράσταση, με την πολιτική δράση, τα Δεκεμβριανά (εξουσία, γονείς, βία, θάνατος αθώου, μπορούσε και να μη συνέβη, η στάση των επαναστατημένων, οι διαστάσεις που πήρε), ο προδομένος Σπύρος να χορεύει ξέφρενα κι απελπισμένα Sex Pistols, η δράση του Άλκη, η απάθεια του Ορέστη απέναντι στη σύλληψη του Άραβα, το ψέμα του, οι πολιτικές απόψεις Αντώνη-Αντώνης περί χορτοφαγικού στεκιού, οι καυγάδες Ντίνας-Αντώνη (η κοινή τους πολιτική βάση), το Πανεπιστήμιο: άνθρωποι σκεπτόμενοι, εκκολαπτόμενοι εικονοκλάστες(;), αλλά και απουσία πάλης, προοπτική της ανεργίας.

Χωρίς να το θέλω, μού είναι κάπως δύσκολο να προσφέρω μια αποστασιοποιημένη κριτική, διότι γνωρίζω αρκετά το συγγραφέα κι έχω μια κάποια ιδέα για τα βιώματά του στην Κρήτη μαζί με τη γυναίκα του, που είναι καρδιακή μου φίλη. Μου είναι εύκολο να εντοπίσω τη δική του άποψη στα διάφορα ειπωμένα. Και δελεαστικό. Έτσι, καθώς διάβαζα, ο εντοπισμός αυτός εξελισσόταν σε προσωπικό στοίχημα, στο οποίο προσπάθησα να αντισταθώ προτού μου καταστρέψει την ανάγνωση του βιβλίου («να το, αυτή η ειρωνεία είναι τελείως Γιώργος», «πώς παρεισφρέει η άποψή του σ’ αυτόν το διάλογο!…»). Το ενδιαφέρον, βέβαια, βρίσκεται στο ότι δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ ενός αληθινού προσώπου κι ενός πλασματικού, παρά μόνο μπλέκονται τα χαρακτηριστικά υπαρκτών προσώπων σε διαφορετικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ο Γιώργος Στόγιας για το «Εαρινό Εξάμηνο» στο «Εντέχνως» (ΡΙΚ1 30/01/14)

Λίγο πριν τις παρουσιάσεις σε Λευκωσία και Λεμεσό.

Το Εαρινό Εξάμηνο στη Λεμεσό (ΤΕΠΑΚ, 11 Φεβρουαρίου)

Image

Το Εαρινό Εξάμηνο στη Λευκωσία

INVITATION[final Cyprus] (3)

«Σπουδάζοντας παραπλεύρως»: ο Α. Λαμπρόπουλος στο literature.gr

Το Εαρινό εξάμηνο του Γιώργου Στόγια (Απόπειρα, 2013) πλαγιοκόπησε τα ελληνικά εκδοτικά πράγματα μέσω του κυβερνοχώρου: άρχισε να δημοσιεύεται ηλεκτρονικά σε συνέχειες, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο τα επιμέρους κεφάλαια πήραν την τελική τους μορφή και συναπάρτισαν τον έντυπο τόμο συνυπολογίζοντας, μεταξύ άλλων, σχόλια και προτάσεις των διαδικτυακών αναγνωστών του. Επιπλέον, το Εαρινό εξάμηνο παρεκκλίνει δημιουργικά σε σχέση με την τρέχουσα εκδοτική μανιέρα: αφενός συμπεριλαμβάνει μια σειρά από λεπτοδουλεμένα σκίτσα με τα οποία διαλέγεται· αφετέρου συνοδεύεται από έναν ψηφιακό δίσκο με τα μουσικά σπαράγματα της αφήγησης, ενθαρρύνοντας εκ των πραγμάτων μη γραμμικές, συναισθητικές θα έλεγε κανείς, αναγνώσεις.

Η ιδιοφυΐα του μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι και η αφήγησή του υιοθετεί την ίδια ακριβώς έκκεντρη λογική, εστιάζοντας εκ του πλαγίου και ιδιαίτερα εύστοχα στα ζητήματα που το απασχολούν. Στήνει την πλοκή του στο κέντρο-απόκεντρο της πανεπιστημιακής ζωής και τη νοηματοδοτεί μέσα από διαρκώς ανανεωνόμενα στιγμιότυπα, μερικά από τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα ακούγονταν τόσο γνώριμα ώστε να περνούν απαρατήρητα. Κατά μία έννοια, το Εαρινό εξάμηνο επιλέγει να πει μια συναρπαστική παρα-πανεπιστημιακή, παρα-θεσμική, παρα-φοιτητική ιστορία, αξιοποιώντας τις αφηγηματικές συνέπειες μερικών από τους κοινούς τόπους βάσει των οποίων γίνεται συχνά αντιληπτό το ελληνικό Πανεπιστήμιο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Μέσα από την αποδόμηση η αναζήτηση του καινούργιου

φωτογραφία Χρυ.π.O Χρυσόστομος Περικλέους* για το Εαρινό στην εφημερίδα Καθημερινή (έκδοση Κύπρου) και στο Cyprusnews.eu.

Με αναστάτωσε κυριολεκτικά το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια, Εαρινό Εξάμηνο (Αθήνα, Απόπειρα, 2013). Ξένο εντελώς στον κόσμο που ζω, ακόμα πιο ξένο στον κόσμο που έζησα στην ηλικία των είκοσι, η ηλικία των φοιτητών στο Ρέθυμνο, που μέσα στην κοινότητά τους διαδραματίζονται τα γεγονότα που εξιστορεί.

Εμείς, στα 20 μας, μόλις βγαίναμε από το ησιόδειο άροτρο κι από την αποικιοκρατία. Βγαίναμε από τον «μεγάλο αγώνα» που μας είχε συνεπάρει με το όραμα της ελευθερίας για να στρατευθούμε, μετά την ανεξαρτησία, στον άλλο «μεγάλο αγώνα» της αριστεράς για κοινωνική δικαιοσύνη. Από τη μια ουτοπία στην άλλη!.. Στα σεξουαλικά μας απωθημένα, από τη μια οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της τότε συντηρητικής κοινωνίας κι από την άλλη η μαγεία του έρωτα κι ο πλούτος των αισθημάτων.  Τα γεγονότα του ’63 μας έκλεισαν για 40 χρόνια στο καβούκι του Κυπριακού εμποδίζοντάς μας να δούμε άλλες πτυχές της ζωής και της ύπαρξης σε μια περίοδο που άλλαζε το πρόσωπο του κόσμου. Τραγική ειρωνεία, η δεύτερη μεγάλη διάψευση, η οπτική μας στο Κυπριακό, με πιο κραυγαλέα την περίοδο ’60-74, φάνηκε κι αυτή στρεβλή στο τέλος. Είχαμε όμως ένα αίσθημα ευθύνης που, χωρίς να καταργεί το άτομο ως αυτόνομη ύπαρξη, μας ανέβαζε σε μια ψηλότερη σφαίρα. Έστω κι αν, αναστοχαζόμενος τώρα τη ζωή μας, νιώθω πως αδικήσαμε και τους εαυτούς μας και τον τόπο.

Οι φοιτητές όμως του Γιώργου Στόγια στο Ρέθυμνο, μια μικρή πόλη της περιφέρειας με μια κλειστή συντηρητική κοινωνία που παρενθετικά μόνο αχνοφαίνεται στην αφήγηση, ζουν σε ένα δικό τους κόσμο (μου θύμισε τον γυάλινο πύργο του Πάνου Ιωαννίδη στην Αβάστακτη φιλοπατρία του Π.Φ.Κ.), ξεκομμένο εντελώς από την κοινωνία και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ουσιαστικά αδιάφορο στα προβλήματά της. Θεωρούν δεδομένη την ευημερία και την ελευθερία που απολαμβάνουν, ζουν αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό τους και για το τώρα, οι πιο πολλοί είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από φοιτητές, το πανεπιστήμιο μια παρένθεση στη ζωή τους, σχεδόν η μόνη δύναμη που τους κινεί σε δράση η σεξουαλική ικανοποίηση, μια σεξουαλική ικανοποίηση που καταντά να χάνει επαφή με το αίσθημα, μια ζωή στα ακρότατα όρια ενός μηδενισμού όπου μια ισχνή προσπάθεια λύτρωσης μέσα από την τέχνη, σε αυτή την περίπτωση το θέατρο, ξεπέφτει σε φάρσα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Η Τ. Δημητρούλια για το Εαρινό Εξάμηνο στην Καθημερινή

«Με τον τρόπο του Διαδικτύου»:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/12/2013_542255
Μερικές σκέψεις του συγγραφέα για αυτό το κείμενο, στο πρώτο σχόλιο.